Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΚΑΣΤΡΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ)



Τα ποιήματα που ανέγνωσα στις 29/8/2015, στο Μεσαιωνικό Κάστρο Λάρνακας

Οι γυναίκες φεύγουν οριστικά μια μέρα

Πέρασε σαν σίφουνας από τους δρόμους της καρδιάς του
ευθεία βολή
τόσο αστραπιαία
όσο τα τριάντα εκείνα δευτερόλεπτα τρελού έρωτα
-μια φορά στη ζωή σου.

Ενα πρωί δίχως όνομα, δίχως υγρή προσμονή για αναπάντεχα
εξαφανίστηκε.
Χύθηκε λάβα
από την πίσω πόρτα της ομίχλης.

Εκείνος θυμήθηκε πως κάποιος του είχε πει
«οι γυναίκες μπορεί να φύγουν με την αυγή αλλά συνήθως επιστρέφουν τα βράδια».
Δεν την ξανάδε.
Τι ήταν;
Υπόνοια ή δραπέτης από ώριμη επιθυμία;
Όλο το είναι του - μια στήλη άλατος
όταν κατάλαβε:

Δεν υπάρχουν γυναίκες χωρίς αλυσίδες
δεν υπάρχουν γυναίκες ικανές να μην τις σπάσουν
και δεν υπάρχουν γυναίκες
που το καταλαβαίνουν πριν τις σπάσουν.

(Πληγείσες περιοχές/Γυμνές ιστορίες, υπό έκδοση) 












Ο  γέρο Γιωρκής

Όταν ο γέρο Γιωρκής
-που σε χρόνους δύσκολους έκλεψε τη Δεσποινού
και την έκαμε γυναίκα του-
ένιωθε άρρωστος
έπινε κάθε μέρα για μια εβδομάδα ένα ποτηράκι ούζο
κι αν δεν του πέρναγε το γύριζε στο ελαιόλαδο
ένα κουτάλι τη βδομάδα σταθερά.
Όμως από τότε που είπε στη Δεσποινού
 και στα δώδεκα τους κοπελλούθκια
 φύεετε εσείς,  εγιώ εν να  μείνω να προσέχω τα κτηνά”
από τότε που καταχωρήθηκε ως αγνοούμενος
και δεν ξανακούστηκε γι’ αυτόν
από τότε που έπαψαν να ταχυδαχτυλουργούν
οι δωρητές της ελπίδας
από τότε η αμφιβολία: 
Θα χτυπήσει ο εκσκαφέας πάνω στο σκληρό του κόκκαλο;
Θα φέρουν μια μέρα οι αρμόδιοι  τα απομεινάρια του;
Υπάρχουν γιατροσόφια για κάτι τέτοια;
(Πληγείσες περιοχές/Γυμνές ιστορίες, υπό έκδοση)



Σβήνοντας ίχνη επιμελώς


Σύντομα θα αποχαιρετήσουμε κι αυτό το καλοκαίρι

θα αποτινάξουμε τους τελευταίους κόκκους άμμου απ’ τα σώματα

ένας θα ξεχαστεί βαθιά

μες τον λαβύρινθο του αυτιού

κι ίσως θαφτεί μαζί μας

θα σφαλίσουμε σφιχτά σε κάποιο ποίημα

ένα κομμάτι ήλιο λαμπερό

θα το διαβάσουν οι τυφλοί

και θα λάμψει σαν μικρός πυρσός τη νύχτα (κι είναι πολλές τώρα οι νύχτες).

Θα κρύψουμε μιαν υποψία δροσιάς κάτω απ’ τη γλώσσα

θα διαχυθεί με τον καιρό στον ουρανίσκο

κι ένα μελλοντικό φιλί θα έχει γεύση θάλασσας

θα εξαφανίσουμε έναν απροσδόκητο έρωτα

όπως ο ταχυδακτυλουργός

-με κίνηση αστραπιαία

το φοβισμένο κουνέλι-

καταχωρώντας τον στα μη συντελεσθέντα

έτσι κανείς δεν θα μπορεί να μας κλέψει τίποτα

αφού τίποτα δεν θα έχουμε

πέραν από τον απολογισμό

ότι από μπροστά μας πέρασε

ακόμη ένα καλοκαίρι.

(Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης, 2013, Αθήνα)

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

ΛΗΘΗ



Βαθύ πολύ βαθύ
αυτό που δεν γεμίζει
η απουσία σου.
Κάνω να το καλύψω
με πρόχειρο επίδεσμο,
της λήθης
αλλά επιμένει να ζητά μόνο εσένα
εξαναγκάζοντας το άυλο
για ύλη να σφαδάζει
και να κλαίει.
Πώς γίνεται εκείνο που δεν υπάρχει
να ξέρει τι του λείπει;
Ποιος επιλήσμων ορίζει
τις προδιαγραφές της λησμοσύνης
όσων οριστικά θα εκλείψουν
πέραν και πάνω
απ’ ότι οι μέρες μας
τους δόθηκε ν’ αντέχουν;
Πολυτεχνίτης άγνωστος
με ακρίβεια φροντίζει
η έλλειψη τους
βαριά να πέφτει
Σαν να υπήρχαν.
----------------

Lethe
Drängend und schwer
die Leere die du hinterlässt ist nicht
zu füllen.
Ich versuche es
mit einem provisorischen Verband
dem Vergessen
zu überdecken,
aber es bleibt, das Verlangen nach dir
in Gedanken kaum zu bezwingen
sehnt sich nach Materie
wimmert.
Wie kann es sein,
dass das Nicht Existente weiß,
was ihm fehlt?
Welcher Vergessliche bestimmt
die Vorschriften der Vergesslichkeit
für das alles, was endgültig verschwindet
jenseits dessen und über dem
was unsere Tage
ertragen können?
Ein Alleskönner, unbekannt,
sorgt mit Präzision dafür
dass das Fehlen
so sehr präsent ist.
Als ob es etwas gäbe,
was der Zeit innewohnt
sie zu ertragen.

Το Απραγματοποίητο, 2010, Αθήνα

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ (ΜΕΡΕΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ)


Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί. Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.
Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;
Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής αυτό που στα σχολεία
οι γνωστικοί δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά εκεί που αναρριγούν οι ακτές της να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο η θάλασσά της
με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί βεβαιώνουν
ότι είναι αδύνατον να γίνουν.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

ΚΡΕΣΕΝΤΣΙΟ ΣΑΝΤΖΙΛΙΟ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ

Τον “γνώρισα” πριν από πολλά χρόνια, όντας παιδί, διαβάζοντας μια από τις πολλές εργασίες και μεταφράσεις που έχει κάνει για τον Γιάννη Ρίτσο. 

Τον γνώρισα κατ ' ιδίαν πριν μερικά χρόνια όταν είχε έρθει στην Κύπρο για την προώθηση και ολοκλήρωση της ανθολογίας κυπριακής ποίησης που ετοίμαζε στα ιταλικά. Τον ξαναείδα το Φθινόπωρο του 2014 στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο μιας βραδιάς αφιερωμένης στην κυπριακή λογοτεχνία. 

Πάντα αποκόμιζα την ίδια αίσθηση, την ίδια μυρωδιά, αυτήν που εκπέμπουν οι δυο κόσμοι που τον συναποτελούν, αυτήν των “κοινών αντιθέσεων” τους, της τόσο ταπεινής ενσάρκωσης των δυο πληθωρικών πολιτισμών που εκπροσωπεί, αλλά και μιας βαθιάς κατανόησης του πόσο σημαντική είναι η ευθύνη να “μεταφέρεις” την ποίηση από την μια όχθη, στην αντίπερα μιας άλλης γλώσσας, ενίοτε ως βαρκάρης που καλείται να δαμάσει φουρτουνιασμένες θάλασσες, άλλοτε, ως έμπειρος πηδαλιούχος των βαθιών ποιητικών νερών.


Μιλώ για τον Κρεσέντσιο Σαντζίλιο, μεταφραστή λογοτεχνίας, που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, με τεράστια προσφορά ειδικά στο χώρο της ποίησης όπου έχει μεταφράσει 14 έργα του Γιάννη Ρίτσου στα ιταλικά σε 10 βιβλία, 4 βιβλία για την κυπριακή ποίηση καθώς και πληθώρα δημοσιεύσεων σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο.

Οπως ο ίδιος αναφέρει, η μεταφραστική του διαδρομή άρχισε το 1968 με “Τα ποιήματα του Γιώργου Θέμελη”.


Τον ρωτήσαμε τι είναι εκείνο που τον “έβαλε” σε αυτήν πορεία της νοητής “ένωσης των δυο γλωσσών, της ιταλικής με την ελληνική”. Η ερώτηση πυροδοτεί την φυλαγμένη μνήμη και τα προστατευτικά της. “Μας δείχνει” την Ελληνίδα μητέρα του.”Είναι ένας άνεμος που ξεκινά από εκείνην”, μας λέει. “Και βέβαια η ελληνική, η μητρική, είναι και η πρώτη γλώσσα που μίλησα. Εκτός αυτού, γεννήθηκα και στη Θεσσαλονίκη όταν ο πατέρας μου, που υπηρετούσε στο Ιταλικό Προξενείο, γνώρισε τη μητέρα μου. Τώρα, αν αυτή η ιταλο-ελληνική ή ελληνο-ιταλική «σύμπραξη» βοήθησε στην μετέπειτα ενασχόλησή μου με την ελληνική λογοτεχνία(ελλαδική στην αρχή και ελληνοκυπριακή πρόσφατα), δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Υποψιάζομαι όμως ότι σε κάτι πρέπει να έχει βοηθήσει. Το σημαντικό πάντως είναι ότι έγινε πραγματικότητα και βίωμα”.

Τι είναι όμως ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο; Ελληνας ή Ιταλός; “Είμαι και τα δυο, και το ίδιο με πειράζουν καταστάσεις και άνθρωποι που απαξιώνουν, βρίζουν, υποτιμούν ή απλώς ενοχλούν ό,τι είναι ελληνικό και ό, τι είναι ιταλικό. Θα ήθελα ό, τι καλύτερο έχουν οι Ιταλοί και ό,τι καλύτερο έχουν οι Έλληνες να μπορούσε να συγκεντρωθεί σε Έλληνες και Ιταλούς: θα ήταν αυτοί τότε οι τέλειοι άνθρωποι!”

Εξερευνώντας τις δυο γλώσσες μέσα από δεκαετίες μετάφρασης έχει αποτυπώσει μια λεπτομερειακή αίσθηση των κοινών γεφυρών τους. “Τα πάμπολλα κοινά στοιχεία μεταξύ ιταλικής και ελληνικής γλώσσας είναι όλες εκείνες οι λέξεις που πέρασαν από τα ελληνικά στα λατινικά και στη συνέχεια στα ιταλικά, αλλά επίσης εκείνες που πέρασαν απ’ ευθείας στα ιταλικά. Και δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά και εκφράσεις ολόκληρες και προπάντων έννοιες.

Η ιταλική γλώσσα-συνεχίζει- ήταν βέβαια και τυχερή διότι εμπλουτίστηκε επιπλέον και από άμεσο καθαρά λατινικό λεξιλόγιο. Τώρα, δεν θέλω ούτε να σκεφτώ πόσο η ιταλική γλώσσα, αλλά και οι περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, θα ήταν φτωχότερες χωρίς την ελληνική γλώσσα.

Ο κ. Σαντζίλιο θεωρεί την ελληνική ποίηση μοναδική και την κατατάσσει στην κορυφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.” Η Ελλάδα, από τη Γενιά του ’30 και μετά, έχει δημιουργήσει έναν εξαιρετικό, μοναδικό θα έλεγα, ποιητικό σύμπαν. Δεν νομίζω να υπάρχει μια άλλη χώρα στον κόσμο που να μπορεί να προσφέρει όχι μόνο τόση δημιουργική ποιητική ποικιλία, αλλά και, ειδικά, τόσης αισθητικής και καλλιτεχνικής αξίας. Έδωσαν σε Έλληνες ποιητές δυο βραβεία Νόμπελ λογοτεχνίας, αλλά κανονικά και δικαιότερα θα έπρεπε να είχαν δώσει τουλάχιστον άλλα τρία. Και οι τελευταίες γενιές – εκείνοι που γεννήθηκαν από το 1955 έως το 1975 – μας έδωσαν και μας δίνουν έργα από τα καλύτερα παγκοσμίως, μια πολύ ωραία πολυφωνία που τιμά την ποίηση και την πλουτίζει με πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες δημιουργίες”.

Σημαντικά είναι τα εύσημα που αποδίδει και στην κυπριακή ποίηση- και ειδικά στις νεότερες γενιές των Κυπρίων ποιητών-, με τη μετάφραση της οποίας ασχολήθηκε συστηματικά τα τελευταία χρόνια.

Μέσα σε αυτή τη ποιητική ένταση-τονίζει-η κυπριακή ποίηση είναι τρομερά παρούσα, και μπράβο της: όλοι αυτοί οι νέοι των 30-40 ετών επιδεικνύουν μια ποιητική γνώση και ωριμότητα απόλυτα μοναδικές”.

Ο σημαντικός αυτός Ελληνοιταλός μεταφραστής ομολογεί ότι έχει εκπλαγεί ευχάριστα “για τις τόσες πανάξιες, εξαιρετικές Κύπριες ποιήτριες, μια πλειάδα ποιητικής δημιουργίας που πολλά έχει κιόλας δώσει και άλλα τόσα υπόσχεται να δώσει. Και δεν εννοώ μόνο τις ποιήτριες της γενιάς του ’60 ή του ’70, αλλά ιδιαίτερα τις νεώτερες, από το ’80 και μετά. Στη Κύπρο-συνεχίζει- η λεγόμενη «γυναικεία ποίηση»(μια έκφραση που δεν μ’ αρέσει καθόλου και σίγουρα θα την καταργούσα) είναι αναμφισβήτητο πως παρουσιάζει ένα από τα πιο πλούσια πανοράματα. Συγκριτικά η Ελλάδα μένει κάπως πίσω”.

Κλείνοντας την αναφορά του στην κυπριακή ποίηση μας αναφέρει πως θα ήθελε πάρα πολύ να ετοιμάσει και να δημοσιεύσει στην Ιταλία “μια Ανθολογία πραγματικά ολόκληρης της κυπριακής ποίησης-όπως την χαρακτηρίζει-, από εδώ και από εκεί μιας διαχωριστικής γραμμής που καιρός είναι να καταργηθεί. Να βρίσκονται μαζί σε μια ανθολογία και η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ποίηση”.

Τον ρωτάμε για την ιταλική λογοτεχνία, του ζητάμε τη δική του αξιολόγηση. Μας απαντά ότι η κατάσταση της ιταλικής λογοτεχνίας σήμερα είναι κάπως μπερδεμένη και δεν φαίνεται ποιος θα μπορεί να είναι ο μελλοντικός προσανατολισμός.

Ειδικά η ποίηση, δηλαδή μια δημιουργία που δεν υπόκειται και τόσο πολύ στη μόδα και στην καταναλωτική κατάπτωση, και λέω «μόδα» σε αντιπαράθεση με «κινήματα», «ρεύματα», κλπ. δηλαδή κατευθύνσεις με ουσιώδεις και ανατρεπτικές εξελίξεις (που κι αυτά πάντως απουσιάζουν) – η ποίηση βρίσκεται, νομίζω, σε ένα σταυροδρόμι κατά κάποιο τρόπο υπαρξιακής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο”.

Ανακαλεί “τους μεγάλους γέρους” της ιταλικής λογοτεχνίας που όπως επισημαίνει “από καιρό εξαφανίστηκαν με εξαίρεση τον Αντρέα Τζαντζόττο.

Αντιθέτως, όπως σημειώνει, η ωραία γενιά του ’80 με τους Μαγκρέλλι, Ανέντα, Ντ’ Ελία, Πουστέρλα, Ντε Άντζελις, Βαλντούγκα, Μπενεντέττι, Παλλαντίνι, Σίκαρι, Τόνι, Ταβίλλα, Μουσσάπι, Κουινταβάλλα, Σίκα, Ντε Στέφανο, που άφησε το στίγμα της στα δρώμενα της ιταλικής ποιητικής έμπνευσης, συνεχίζει να μας δίνει τέλεια δείγματα ποίησης με νόημα και γνώση, “δίχως να ξεχνάμε βέβαια και την πολύ αξιόλογη προσφορά των λίγο προηγούμενων Φιόρι και Ρουφίλλι”.
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Ιταλία, παρατηρεί, αυτοί οι ποιητές ακολουθούν ο καθένας δικά του μονοπάτια χωρίς κοινές ιδεολογικές ή άλλες τάσεις, «ελεύθεροι και ωραίοι» μέσα σε μια από τις πιο γόνιμες περιόδους της ιταλικής λογοτεχνίας και ειδικά ποίησης.

Ο Ελληνοιταλός μεταφραστής διαβλέπει “μια δύσκολη απόπειρα επαναπροσδιορισμού του λόγου με την προοπτική μια νέας αναπαράστασης του κόσμου, του εξωτερικού αντικειμενικού και εσωτερικού ψυχολογικού, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό της ανθρώπινης παρουσίας και του ιστορικού περιβάλλοντος. Είναι κατά κάποιο τρόπο, συμπεραίνει, μια προσπάθεια αποφυγής όποιας τυποποίησης που θα μπορούσε να αδρανοποιήσει το ποιητικό προϊόν, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε πάρα πολλούς τομείς της κοινωνίας”.

Ξεχωρίζει μια πλειάδα δημιουργών και τους παραθέτει: “Ρόζα Πιέρνο, Μάρα Τσίνι, Μάρκο Κόρσι, Μάρκο Φουρία, Ντομένικο Μπρανκάλε, Φελιτσιάνο Πάολι, Μαρία Μπόριο, Μαρία Γκράτσια Καλαντρόνε, Άννα Μαρία Φαράμπι, Τζιόρτζιο Μπονατσίνι, Πάολο Ντόμινι. Αυτά-υπογραμμίζει- είναι μερικά ονόματα απ΄ τα γνωστότερα ονόματα ποιητών, αλλά μαζί και φιλοσόφων, κριτικών και πεζογράφων των οποίων τα ως τώρα λογοτεχνικά αποτελέσματα εντάσσονται σε μια εκτενή διαδικασία ανανεωμένου λόγου, ενός ποιητικού γίγνεσθαι με νέους υπαρξιακούς ορισμούς και προεκτάσεις, μιας ανασυγκρότησης, τέλος πάντων, του ποιείν πέρα από το ανείπωτο και όλες τις μέχρι σήμερα αποδεδειγμένες ή μη αλήθειες.

Η μετάφραση είναι για τον Κρεσέντσιο Σαντζίλιο κάτι σαν την αναπνοή, δεν σταματά ποτέ όσο υπάρχει ζωή και θέληση για αποκάλυψη νέων οπτικών, νέων συνδέσεων μεταξύ των γλωσσών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της ελληνικής και της ιταλικής. Αυτή την περίοδο όπως μας εκμυστηρεύεται, ετοιμάζει ένα βιβλίο που αφορά το ελληνικό δημοτικό τραγούδι “ή μάλλον το δημοτικό τραγούδι στην ελληνική γλώσσα. Πραγματεύομαι όχι μόνο το δημοτικό τραγούδι της μητροπολιτικής Ελλάδας, αλλά και το αντίστοιχο τραγούδι του Πόντου, της Κρήτης, της Κύπρου και της Νότιας Ιταλίας (griko και grekaniko).

Με αυτό το βιβλίο ο κ. Σαντζίλιο θέλει να συμπληρώσει μια παρουσίαση της ελληνικής λαϊκής λογοτεχνίας, “σημαντικό μέρος ενός συνολικού θαυμάσιου λαϊκού πολιτισμού. Δημοσίευσα ήδη (πρώτη φορά στα ιταλικά) βιβλίο για το λαϊκό αστικό τραγούδι (ρεμπέτικο τραγούδι) και τώρα πολύ θέλω να κάνω το ίδιο και με ένα βιβλίο για το λαϊκό τραγούδι της υπαίθρου(δημοτικό τραγούδι). Συμπληρωματικά, καταλήγει, θα περιλάβω και τον πλούτο των παραδοσιακών χορών και στολών που αναδεικνύουν και τελειοποιούν το δημοτικό μέλος.

*Στις 7 Οκτωβρίου, στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο του Κρεσέντσιο Σαντζίλιο.





Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η ΕΥΡΩΠΗ ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ

Διαβάζοντας στον Τύπο ότι ο Βόφλγκαρντ Σόιμπλε είπε στον Αμερικανό ομόλογο του Τζακ Λιου “να σας δώσουμε την Ελλάδα και να μας δώσετε το Πουέρτο Ρίκο”, έστω χαριτολογώντας, σκέφτηκα ότι η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης αποτελούμενης από έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ισότιμων κρατών, έχει τελειώσει προ καιρού. Και ότι αυτό που βιώνουμε πια, είναι η Ευρώπη ως ιδιόκτητο οικόπεδο της γερμανικής πολιτικοοικονομικοτραπεζικής ελίτ, με εκτελεστικούς διευθυντές την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τους λεγόμενους θεσμούς και με μια σειρά χωρών-δορυφόρων να συναποτελούν το νεόδμητο οικοδόμημα.

Φυσικά δεν χρειαζόταν η αναφορά Σόιμπλε για να κατανοήσουμε πως το ευρωπαϊκό όραμα για μια Ευρώπη των λαών έχει ξοφλήσει. Ηταν αρκετό να παρακολουθήσει κανείς την στα όρια του αηθούς, έμπλεη εμπάθειας, προσωπική επίθεση που εξαπέλυσε δια ζώσης ο κοινοβουλευτικός ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο κατά του Ελληνα Πρωθυπουργού, για να συνειδητοποιήσουμε ότι μας κυκλώνει ολοένα απειλητικότερα ένας ολοκληρωτισμός βγαλμένος μέσα από την πιο ζωηρή φαντασία των αριστουργημάτων του Κάφκα.

Ενας λογαριθμικός ολοκληρωτισμός που χωρίς προσχήματα πια αποκηρύσσει την διαφορετικά των ιδεών, προτάσσοντας την ευημερία των αριθμών( άρα των ολίγων) αποδομώντας έτσι συθέμελα την όποια προοπτική και ελπίδα για ανατροπή των πραγμάτων προς το δικαιότερο, το κοινωνικά συνεκτικό, το λιγότερο στυγνό και αδίστακτο.

Αυτή ήταν όμως δεν ήταν η βάση πάνω στην οποία οι ιδρυτές της Ευρώπης στήριξαν την πρωτογενή ουτοπία τους, πάνω στα συντρίμμια του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Το σχέδιο περιελάμβανε ακριβώς τα αντίθετα: Τη συμβίωση λαών, τη συνύπαρξη πολιτισμών, τη σύνθεση ιδεώ
ν(και αιρετικών μαζί), την ανοχή αλλά και ενθάρρυνση της διαφορετικότητας. Τη δημιουργία μιας ευρύχωρης πολιτείας ικανής να απορροφά, να διυλίζει, να αναπτύσσεται (κάτι που εν πολλοίς πέτυχε η ευρωπαϊκή Σκανδιναβία η οποία επέλεξε να απέχει από τη διακεκαυμένη ζώνη του ευρώ). Μια Ευρώπη, ικανή να αναγεννάται.

Χωρίς τη βάση τούτη, η Ευρώπη εκπίπτει από Θεά ως μια οντότητα που “δεν έχει το θεό της”, εκπίπτει κυρίως από κάθε επιμένουσα στην αξιοπρέπεια και στο δίκαιο ανθρώπινη συνείδηση, στα θλιβερό μέτρο του ποταπού και μετατρέπεται σ' ένα τεράστιο αεροπλανοφόρο πάνω στο οποίο διέρχονται και σε συχνά πέφτουν στη θάλασσα και πνίγονται, οι εξαθλιωμένες μάζες των μεταναστών, μετατρέπεται σ' έναν απέραντο δίαυλο κινούμενης ανθρώπινης ένδειας πάνω στον οποίο προσγειώνονται και απογειώνονται οι γενιές των 300 ευρώ.

 Το ερώτημα του πότε για τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του ευρωπαϊκού οράματος, απομένει να απαντηθεί και υποψιάζομαι πως η απάντηση, αν δεν προκύψει μια δραματική αλλαγή της κατάστασης, αν δεν εισακουστούν κάποιες εμπνευσμένες φωνές που ακούγονται ακόμα από άκρου εις άκρον της ευρωπαϊκής ηπείρου, αν δεν επισυμβεί δραματική στροφή προς τον λεηλατημένο άνθρωπο, δεν θα είναι καθόλου ειρηνική.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

GIORGIO TZIMURTAS: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ - ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΟ ΚΡΥΦΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ

Στα κρυφά στρώματα της πραγματικότητας, στην πολύμορφη σύνθεσή της και στην απρόσμενη αποτελεσματικότητά της - σ' αυτές τις βαθιά δρώσες περιοχές διεισδύει η ποίηση του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Αποκαλύπτει μυστικές εξαρτήσεις και ασύνειδους μηχανισμούς, απονέμοντάς τους ένα ακριβές γλωσσικό περίγραμμα.Οι στίχοι του είναι διαφωτιστικοί. Το μέσον για την κρίση, τη συνειδητοποίηση, είναι η ίδια η ποίηση με τη διπλή σημασία της λέξης: ως λυρική έκφραση και ως νοηματική ανα-διαμόρφωση του κόσμου.
Προγραμματική σημασία ενέχει το ποίημα "Τελική κρίση", όπου λέει: "Θέλω να σταματήσω να προδίδω την ποίηση./ Να προσθέσω επιτέλους στις λέξεις/ το αληθινό τους νόημα./(...) ΄Υστερα να περιμένω ν' ακούσω/ το σύρσιμο της σαύρας από τα ερείπια,/ ή το φτερούγισμα του περιστεριού/ μ' ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος. Οι στίχοι μηνύουν επίσης, ότι τόσο η ικανότητα για κρίση όσο και η διαμεσολάβησή τους προϋποθέτουν την ειλικρίνεια της γλώσσας, έχουν ανάγκη τη συμφωνία μαζί της.
Η υψηλής περιεκτικότητας μορφή είναι χαρακτηριστική της ποίησης του Χριστοδουλίδη: "Γράφω σύντομους στίχους, η έκφρασή μου είναι παρά τα συγκεκριμένα γεγονότα, στα οποία αναφέρομαι, συμβολική", εξηγεί ο ποιητής. Τα σύμβολά του διαθέτουν, παρά την σαφήνειά τους, ποικίλα επίπεδα. Στο ποίημα "Τελική κρίση" μπορεί "τα ερείπια" να αναφέρονται σε ένα μακρύ παρελθόν, του οποίου η κληρονομιά θα πρέπει να διευκρινισθεί και να κατανοηθεί εκ νέου. Αλλά εξ ίσου επισημαίνουν πόσο πρόσκαιρη μπορεί να είναι η αρχέγονη δύναμή τους. Η οποία μπορεί να λήξει λόγω του χρονικής φύσεως προορισμού τους ως κτηρίων, λόγω καταστροφής από τον χρόνο ή το ανθρώπινο χέρι.
Το "σύρσιμο της σαύρας" πάνω στην πέτρα διευκρινίζει: Οι τοίχοι που κατέρρευσαν έχουν γίνει ένα μέρος της φύσης. Ως πολιτισμικό, αλλά συγχρόνως και ως αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητας ενός τόπου συγχωνεύονται πια στο τοπίο. Στο εξωτερικό τοπίο, αλλά και στο εσωτερικό, της ψυχής. Εκεί συντηρούν τόνους που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα. Όποιος διαθέτει λεπτή αίσθηση γι' αυτούς, έχει και τη δυνατότητα να ακούσει και " το φτερούγισμα του περιστεριού/ μ' ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος", την ειρήνη, δηλαδή, που πλησιάζει.
Κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από γενικώς ανθρώπινη, κοινωνική και πολιτική άποψη.
Ο Χριστοδουλίδης , που γεννήθηκε το 1968 στη Μόσχα και εργάζεται στην Κύπρο ως δημοσιογράφος, καλλιεργεί στην ποίησή του και τους τρεις θεματικούς κύκλους: "Είναι όσα βιώνω, αυτά που αποκτούν μορφή στην ποίησή μου. Αποφασιστικές είναι πολλές και διάφορες επιδράσεις και πηγές έμπνευσης," όπως υποστηρίζει. Όταν έχει την αίσθηση ότι ωρίμασε ο χρόνος για να γράψει κάτι, τότε ακολουθεί αυτήν την τάση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα ποιήματα που δημιουργούνται σε μια τέτοια φάση βρίσκονται και σε κάποια εξάρτηση μεταξύ τους.
"Προσπαθώ να διεισδύσω όλο και βαθύτερα στην ανθρώπινη ύπαρξη". Έτσι καθορίζει ο Χριστοδουλίδης τον στόχο της ποίησής του. Σε σχέση με τα κοινωνικά θέματα λέει: "Προσπαθώ να δώσω φωνή σ' αυτούς που δεν έχουν. Μέσα από μια παγκόσμια προοπτική". Ως παράδειγμα αναφέρει τους παράνομους μετανάστες. "Το φτερούγισμα του περιστεριού" μπορεί να ερμηνευτεί και με αυτό το νόημα, τη στιγμή μάλιστα που αυτό παραθέτει και στο κρατικό οικόσημο της Κύπρου.
Ο Χριστοδουλίδης αφιερώνεται επίσης και στην κριτική του πολιτισμού, στην απειλή του ανθρώπου από τη ριζική εμπορευματοποίηση του κόσμου. Στο ποίημα "Οι βάρβαροι" γράφει: "Με ξένα χέρια ταξιδεύουμε στο μέλλον/ (...)/ Ασύλληπτοι κραδασμοί/ ηχούν από παντού/ (...)/ Από την απέναντι λεωφόρο/ οι βάρβαροι/ που άλλοτε κραδαίναν ακονισμένα σπαθιά/ με διαφημιστικές πινακίδες/ τώρα θριαμβεύουν.
Από πολιτική άποψη ασχολείται με το πρόβλημα της Κύπρου, τον χωρισμό της πατρίδας του εδώ και πάνω από 34 χρόνια εξαιτίας της κατάκτησης ενός τρίτου της νήσου από τους Τούρκους . Εδώ ωστόσο δεν πρόκειται για θρήνο, αλλά "για διασαφήνιση του τραγικού που δεν γίνεται πια αντιληπτό". Τονίζει πως υπάρχει κίνδυνος, "να συνηθίσουμε σε πολλά πράγματα, που δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. " Ένα σημαντικό δείγμα αυτής του της πρόθεσης είναι το ποίημα "Θα πενθήσω αργότερα", όπου γίνεται λόγος "για προσωρινούς χωρισμούς που γίναν μόνιμοι" και παρακάτω για "όνειρα/ που έμειναν τέτοια".
Στο ποίημα αυτό διαφαίνεται πολύ καθαρά η προειδοποιητική πλευρά της ποίησης του Χριστοδουλίδη, αλλά και η τέχνη τού να καθάρει διά της ποίησης. Παρ' όλα αυτά ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι: "η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο". Δεν αποκλείεται ωστόσο "ένας και μοναδικός άνθρωπος να μπορέσει μέσω ενός ποιήματος να δει κάτι τελείως καινούργιο ή και να το συνειδητοποιήσει". Ο Χριστοδουλίδης πιστεύει βαθιά ότι "η ποίηση μπορεί να μας κάνει πιο σοφούς, να μας οδηγήσει σε καλύτερη γνώση του δικού μας εγώ".
Κι αυτό είναι μια εμπειρία που έχει κάνει ο ίδιος: Το πρώτο του ποίημα το έγραψε ο Γιώργος Χριστοδουλίδης στα 13 του χρόνια. Ήταν μια στιγμή που είναι γι' αυτόν παρούσα ακόμη ως σήμερα. "Επέστρεφα από το σχολείο στο σπίτι πολύ λυπημένος, απογοητευμένος από τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν πως δεν είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, που να απέδειχνε ότι διέθετα προσωπικότητα", διηγείται ο ίδιος. Ξαφνικά άρπαξε ένα μολύβι και έγραψε ένα ποίημα. "Διαπίστωσα ότι μπορούσα να γράψω ποίηση. Και άρχισα να γράφω."
Στην αρχή έγραφε ποιήματα με ομοιοκαταληξία, όπως ήταν η συνήθεια της ελληνικής ποίησης στις προηγούμενες δεκαετίες. Σιγά σιγά προχώρησε σε νέους τρόπους. Η πρώτη του ποιητική συλλογή "΄Ενια" - ο τίτλος είναι ένα γυναικείο όνομα, που όμως όταν προφέρεται μπορεί να σημαίνει και "νόημα" - εκδόθηκε το 1996. Για τη συλλογή αυτή του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο για νέους ποιητές. Πέντε χρόνια αργότερα ο Χριστοδουλίδης τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τον δεύτερο τόμο με ποιήματά του το "Ονειροτριβείο". Η πιο πρόσφατη ποιητική του συλλογή, που παρουσίασε το 2004, φέρει τον τίτλο "Εγχειρίδιο καλλιεργητή". Τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι πιο μακροσκελή από ό,τι στις παλαιότερες, αλλά ο Χριστοδουλίδης παραμένει πιστός στο συμπυκνωτικό του ύφος. Παρά ταύτα διαβαίνει τώρα το μονοπάτι μιας πιο διηγηματικής παρουσίασης.
Ως προς τη μορφολογική τους άποψη, τα ποιήματά του είναι "πάντα ένα καινούργιο πείραμα". Επιδράσεις δέχτηκε εκτός από τη ρωσική ποίηση, την οποία διάβαζε όσο σπούδαζε στη Μόσχα Δημοσιογραφία,καθώς και από την αγγλόφωνη, αλλά και, προπαντός, από τους νεοέλληνες λυρικούς ποιητές: Γιάννη Ρίτσο, Τάκη Σινόπουλο, Νικηφόρο Βρεττάκο και την Κική Δημουλά, που αναφέρει με ιδιαίτερη έμφαση. Ως τυπικά κυπριακά στοιχεία στην ποίησή του ο Χριστοδουλίδης χαρακτηρίζει "όλα όσα παραδίδει η καθεμιά ποιητική γενιά στις επερχόμενες". Έχει εμβαθύνει στους στίχους των Κυπρίων ποιητών, ενώ στα ποιήματα του Κώστα Μόντη και του Μιχάλη Πασιαρδή διαπίστωσε πόσο σπουδαία είναι "η συγκέντρωση στο πιο ουσιαστικό". Αυτό που ο ίδιος θα ήθελε κυρίως να κατορθώσει, είναι " Η απλότητα της ποίησης αφού κατανοηθεί προηγουμένως η πολλαπλότητα της πραγματικότητας".
Σημαντικό είναι επίσης κατά τον Χριστοδουλίδη η επικοινωνία με τον αναγνώστη. Για την αποστολή ωστόσο της ποίησης ο Χριστοδουλίδης μας λέει στο ποίημά του "Ένια": "(...) τα ποιήματα δεν γίνονται/ για να διαβάζονται./ Για να πεθαίνουν γίνονται/ μέσα στην ομορφιά που αναπέμπει/ ένας ασύλληπτος χρησμός.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

MEDITERRANEAN POETRY


Matinal image

Morning reveals onto the day’s canvas an image of frozen immigrants.
Standing at the bus stop they are waiting for an imaginary bus
they need it to take them beyond predetermined routes  they need it
to take them to a land ancestral
away from employers with soiled nails plump ladies ordering them about old men melting away alone
they need it to take them far away
from the crumbling shed next to the menacing river  and the weeds circling
the broken door the oxidized hinges
that squeak so to stop being afraid at night
they want to return in time to see their mother
to smell their homeland once more.
My children will soon go out into the street
My children will go out into the street to play
Only they will see the immigrants boarding the bus.




Myth 2
He closed his eyes and whistled.
Urged by an impulse born
in the bosom of complete and utter silence.
It was spring, then.
The surrounding forest smelled of fresh greenery –
A reservation, a refuge.
Wherever he reached with his hands,
He touched a life other than his own.
Then she descended from the moon.
She followed the traces of his long whistling
to come and fall asleep on his lips.




Fear
I am not afraid of death.
It’s the burning sun I’m afraid of.
August’s
heat, ghastly heat.
Of not lying
in a beach
not being kissed by the sea
 – I’m so afraid –
than buried deep down the earth
when God help me it’s so hot!



Singing
My body carries
the dust of the road you crossed.
My feet bear
the burden of your fatigue.
Long before you came to exist
my door stood waiting for you.
That unknown carpenter who crafted it – he was singing!



On the verge of a vague self-knowledge
Between Cyprus and Rhodes
I threw a cigarette bud;
It did not stir the stability
of the moonlit night.
A ship next to our ship
defined the night’s geometry.
But I longed for the waves to break
and wash up the fear of the deep;
the one that, when it penetrates the eye,
we say “It’s the salt”.
We loved our travels.
Leaving the demons
crash into the rock, into the walls
of this pathetic pillorying.
And the sirens were delightfully forlorn
without the least mood to seduce.
Aged, almost,
Using the “Classified”
to seek willing Odyssei
who wouldn’t necessarily leave them
for Ithaca.



Violin-cases
Instruments are but our need
to hear something else than our stupid voices.
Yet through the sounds of the violin
you come to grasp the meaning of silence
and death.
Violists should’ve been dwarfs;
When they’d died, we’d bury them in their violin-cases.



translated from Greek into English by Despina Pirketti 



  http://www.odyssey.pm/