Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

KOYBENTA ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΓΑΛΑΤΗ



Πόσοι μας ξέρουν πραγματικά; H μάνα μας. Αυτοί/-ες που μας ερωτεύτηκαν. Και όσοι μας διάβασαν. Η μάνα μας, επειδή μας γέννησε. Όσοι/-ες μας ερωτεύτηκαν, επειδή μας ξαναγέννησαν. Και εκείνοι που μας διάβασαν, επειδή, γεννηθήκαμε ακόμα μια φορά, μέσα τους. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι ξέρω τον Τάσο Γαλάτη, τον ποιητή, για τον τρίτο λόγο. Τον διάβασα και τον ένιωσα να ξαναγεννιέται μέσα μου.

Ὁ σημειωμένος

Πάει καιρός πού ἡ Μερόπη
μέ κοιτάζει ἐξεταστική καί ἀνήσυχη
καρφώνοντας συχνά πυκνά τό βλέμμα στά πόδια μου
κι ὕστερα θυμιατίζει
καί μέ ραντίζει μ’ ἅγιο μύρο ἀπό τήν Πειρήνη
μά πιό πολύ αὐτός πού μέ παιδεύει
μέ τήν καχυποψία τού καί τούς ὑπαινιγμούς του
εἶναι ὁ Πόλυβος.
Καί ποῦ γυρνᾶς, ποῦ γύριζες ὁλημερίς
ἀπό τή μιά θάλασσα στήν ἄλλη
πεζοπορώντας ὡς τό Λέχαιο καί τίς Κεχριές
τί γυρεύεις, τί ζητᾶς
στίς ἐρημιές καί στά λιμάνια.
Μά ἐγώ μιλιά δέ βγάζω
τί νὰ πῶ, πῶς νά τό πῶ
τί ἐξηγήσεις νά ἀπαιτήσω
γιατί ὄχι πιά ψιθυριστά πίσω ἀπό τήν πλάτη μου
ἀλλά κατάμουτρά μοῦ τό πετᾶν
ὁ μπάσταρδος, ὁ μοῦλος, ὁ σημειωμένος.

Τον συνάντησα πρώτη φορά, καταϊδρωμένο από την αφόρητη ζέστη, το 2013 στη Sete της Νοτίου Γαλλίας, όπου συνυπήρξαμε για μια εβδομάδα στο πλαίσιο του Voix Vives de Méditerranée en Méditerranée, ενός σημαντικού διεθνούς ποιητικού φεστιβάλ.
Βρεθήκαμε δεύτερη φορά πριν από μερικές εβδομάδες στο Σύνταγμα. Μου φάνηκε δακρυσμένος, δεν ήταν όμως, αν και στα μάγουλα του είχαν σκάσει δυο αχνές γραμμές. Μάλλον η βιασύνη να μην αργήσει στο ραντεβού μας, του είχε προκαλέσει ασυναίσθητη ενδακρύωση! Η οποιουδήποτε είδους αργοπορία, για την ιδιοσυγκρασία ενός συνεπέστατου, σαν ο Γαλάτης, ανθρώπου, ήταν αδιανόητη! Διέκρινα όμως και μια άλλης μορφής συγκίνησης, απροσδιορίστου τροφοδότησης. Συγκινημένος από το ότι θα συναντούσε αυτόν τον απρόσκλητο, στην Αθήνα, επισκέπτη (εμένα); Από την αμφιλεγόμενη υπόθεση, ότι η διαδρομή από τη μέρα που συναντούμε για δεύτερη φορά, τον ίδιο προσφιλή άνθρωπο, είναι ο χρόνος που έχει διανυθεί από την πρώτη; Κι έτσι, θα μπορούσα εξωφρενικά να ισχυριστώ, σε μια τέτοιαν περίπτωση, «έκανε τρία χρόνια ο Γαλάτης για να διανύσει την απόσταση Υπουργείο Αμυνας-Σύνταγμα, κι εγώ άλλα τρία τη διαδρομή Λάρνακα-Αθήνα»…
Με οδηγεί παραδίπλα, «εδώ ήταν του Καραγάτση» μου λέει, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο. Καθόμαστε για καφέ. Γράφει ποιήματα από τα γυμνασιακά του χρόνια, αρχίζει να θυμάται, σε μια μη-συνέντευξη-, κουβέντα ήταν, μην νομίσετε, ανάγκη να μιλήσω με κάποιον που θα με πραγμάτωνε ξανά για λίγη ώρα. Έγραφε, λοιπόν, ποιήματα από τότε, επηρεασμένος από τα παιδικά περιοδικά , Ο θησαυρός των παιδιών, Το Ελληνόπουλο που δημοσίευαν και εργασίες των αναγνωστών τους. Φιλοδοξούσε να γράψει κάτι ανάλογο χωρίς να διαθέτει, όπως ομολογεί, τη γνώση του τι εστί ποίηση. «Νόμιζα ότι ποίηση είναι τα ωραία λόγια και οι ωραίοι στίχοι. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει ο ποιητικός λόγος».
Τον ρωτώ αν έχει αποκηρύξει πρώτα ποιήματα και μου απαντά ότι δεν υφίσταται λόγος, από μόνα τους εκλείπουν αφού έχουν συνεισφέρει αυτά που έπρεπε. Αρχισε με πρωτόλεια μάλλον λυρικά, όπως οι περισσότεροι, αλλά γρήγορα πέρασε σε αυτό που τον καθόρισε ως ποιητή. «Από το τρίτο μου βιβλίο και ύστερα, «Τα Παροράματα», η ποίηση μου γίνεται απόλυτα βιωματική. Άλλο να γράφεις ποιήματα και άλλο ΠΟΙΗΣΗ, σκέφτομαι… «Εκεί στο τρίτο μου βιβλίο, υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα μου ποιήματα. Όμως η στροφή μου προς τη βιωματικότητα μπορεί να ανιχνευθεί και μέσα από μερικά ποιήματα των πρώτων δυο μου βιβλίων Ἡ μυθολογία τοῦ δάσους, Κοινόβιο.
Αλλάζω λίγο την υφή της κουβέντας. Ξετυλίγω το κουβάρι των αναπάντητων ερωτημάτων. Υπάρχει νομοτέλεια στην ποίηση; Υπάρχουν ίχνη που δείχνουν το δρόμο που σου έχει ανατεθεί να διανύσεις, μου απαντά, όχι έτσι ακριβώς, αλλά κάπως έτσι και αρχίζει να απαγγέλλει ένα τέτοιο ποίημα-αποτύπωμα των μελλοντικών βημάτων:

Egretta alba

Τώρα ὁ καιρός μέ τή χρυσαλλίδα παίζει
καί τόν ἐρωδιό ἐρωτεύεται.
Στήν πλαγιά μέ τά κούμαρα
θά σᾶς συναντήσω πάλι,
ὦ φίλοι,
πού σᾶς παραπλάνησαν οἱ ἀετοί,
μή μ’ ἀποπαίρνετε
ἀπό κεῖ ψηλά,
ξέρω γιά νά σᾶς πῶ
τίς περιπέτειες ἑνός ἐντόμου∙
τάχα, δὲν εἶναι ἀρκετό,
τήν εἴσοδό μου στό δάσος
νά προετοιμάσω…

Επιχειρώ μέσα από μια αδέξια όσον αφορά την μακρυγορία της ερώτηση να ψαχουλέψω την τραυματικότητα της ποίησης του, και καταλήγω μέσα από πολλή προσπάθεια, πως βλέπω πολλή τέφρα να αναδεύεται και πολλά ανεπούλωτα να αιμορραγούν ακόμα. Η ποίηση επουλώνει ή δεν επουλώνει τελικά, καταλήγω πριν μου κοπεί η ανάσα.
«Δεν επουλώνει τίποτα, απλώς κάνει βιώματα και τραύματα πιο υποφερτά» μου απαντά και θυμάται στίχους του Καβάφη από την «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητού εν Kομμαγηνή∙ 595 μ.X.»
…Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα∙
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».
Τον Τάσο Γαλάτη τον χάραξε η ταραγμένη δεκαετία του ’40. Από Τα παροράματα και εντεύθεν, η ποίηση του εκκινά μεν από το παρόν αλλά στρέφει τους οδοδείκτες της προς το παρελθόν και κυρίως σε εκείνη την δεκαετία.
Επτά χρονών, με την απελευθέρωση, έζησε βιώματα οικογενειακά και κοινωνικά, που τον σημάδεψαν. «Δεν είχα βεβαίως πλήρη συνείδηση του τι συνέβαινε», παραδέχεται, «όμως η πραγματικότητα εκείνη, η πραγματικότητα του εμφυλίου έτσι κι αλλιώς με χάραξε, όπως χάραξε και την πορεία της πατρίδας και του έθνους μέχρι σήμερα».
Του υποβάλλω ότι από μια «ποιητική ηλικία» και μετά, παύουμε ή τουλάχιστον, εγώ έπαυσα να αναζητώ ποιητές, αλλά ποιήματα. Με παραπέμπει στη μεταβλητή της διαχρονικότητας σύμφωνα με την οποία οι εποχές των αναζητήσεων αλλάζουν όπως και οι στόχοι τους σε αντιστοιχία με το στάδιο της ποιητικής ωρίμανσης του αναζητούντα. «Στην εφηβική μου ηλικία αναζητούσα τον Ιωάννη Γρυπάρη του οποίου η μοναδική ποιητική συλλογή Σκαραβαίοι και Τερρακότες, με είχε γοητεύσει. Πολύ αργότερα, μυήθηκα στην ποίηση του Σεφέρη, μια πολύ δύσκολη υπόθεση για μένα» και ίσως όπως αναφέρει, η μυθολογία αυτής της ποίησης να του πρόσφερε «αφορμές» στην περαιτέρω ποιητική του πορεία.
Όμως, ο Τάσος Γαλάτης, «κολύμπησε» σε όλο το πλάτος και βάθος της ελληνικής ποίησης, από τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τους ποιητές της γενιάς του 30 αλλά και σε ορισμένες «βραχονησίδες» της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς όπως ο Αναγνωστάκης, ο Σινόπουλος κ.α.
Βυθισμένος στον ωκεανό της πρότερης λαμπρής πορείας της ελληνικής ποίησης, ο Τάσος Γαλάτης δεν διστάζει να ομολογήσει ότι δεν παρακολουθεί λεπτομερώς το σύγχρονο εκδοτικό οργασμό, αλλά έχει την εντύπωση ότι ο ποιητικός λόγος βρίσκεται σε παρακμή. Λείπει λέει το ισχυρό ταλέντο, μέσα σε μια πλειάδα νέων ποιητών που “απλώς γράφουν καλά”. Επισημαίνει, ότι στους περισσότερους νέους ποιητές λείπει η ποιητική παιδεία. Δεν αρκεί μόνο η έμπνευση, προσθέτει, όλοι οι άνθρωποι έχουν έμπνευση. Για να γίνεις ποιητής απαιτούνται πολλά, τα οποία εύστοχα προσδιορίζει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στα Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή.
Τον ρωτώ κυνικά αν οι κριτικοί είναι χρήσιμοι για την ποίηση. “Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πνευματική ζωή αν δεν υπάρχει καλή κριτική και η γενιά του ’30 το αποδεικνύει αυτό, με τον Καραντώνη αλλά και εξίσου, με τα πολύ σημαντικά κριτικά δοκίμια του Σεφέρη. Επίσης, τα δοκιμιακά κριτικά του Ελύτη. Ισως επειδή δεν έχουμε σήμερα καλούς κριτικούς ανκαι είναι πολλοί εκείνοι που ασκούν κριτική στην ποίηση, να υπάρχει και αυτή τη παρακμή. Δεν ανοίγονται νέοι δρόμοι, ενώ άλλοτε οι κριτικοί άνοιγαν δρόμους”.
Θεωρεί ότι υπάρχουν αξιόλογοι ποιητές που ένεκα του ότι μένουν «εκτός συστήματος», αγνοούνται; “Μπορεί να υπάρχουν, αλλά κάποια στιγμή έρχεται η ώρα τους. Στην αφάνεια ήταν για πολλά χρόνια ο Κάλβος τον οποίο «ανέσυρε» ο Παλαμάς στην περίφημη ομιλία του για τον Κάλβο. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα”, παρατηρεί…
Το διαχρονικό αλλά και “δύστροπο” ερώτημα εισβάλλει αναπόφευκτα στη συζήτηση. Γιατί γράφουμε αφού λίγοι μας ξέρουν και λιγότεροι μας διαβάζουν; “Γράφουμε πρώτα απ’ όλα για να εκφράσουμε την ύπαρξη μας. Δεν παραλείπω και το στοιχείο της φιλοδοξίας. Αλλά η αυτογνωσία και η ωριμότητα συχνά μειώνουν αυτή την φιλόδοξη ορμή..”
Ο Τάσος Γαλάτης, δεν… κωλώνει να εκτοξεύει βέλη κριτικής προς πάσα κατεύθυνση. Δεν τη γλυτώνει ούτε ο ίδιος ο ποιητικός του εαυτός. “Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω κατορθώσει. Και έχω κατορθώσει κάποια πράγματα. Έχω γράψει ορισμένα ποιήματα τα οποία μπορεί να είναι υποφερτά. Δεν μ’ αρέσουν οι ψευτοταπεινοφροσύνες, θεωρώ ότι τα περισσότερα ποιήματα μου δεν είναι του πεταμού. Ασφαλώς, είχα κατά καιρούς διάφορα σχέδια να επεκτείνω τη θεματογραφία μου, αλλά δεν το έχω καταφέρει”.
Ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του-ο κάθε ποιητής με την έννοια του «σχεδόν πάντοτε» μένει “σημαδεμένος” από ένα βιβλίο, έναν κύκλο ποιημάτων ή ακόμη, ένα μόνο ποίημα του- κατέχει Ο Σημειωμένος. “Ο Σημειωμένος είναι ο Οιδίπους, ο σακατεμένος, με το οίδημα στο πόδι, και αξιοποιώντας τον αρχαίο μύθο, λέει ο Γαλάτης, ξεδιπλώνει την δική του οπτική για τον κόσμο. Υπάρχει χώρος στο σύγχρονο κόσμο για την ποίηση; Οι ταχύτητες και οι εικόνες αφήνουν πίσω τους εκτυφλωτικές λάμψεις, που εναλλάσσονται ιλιγγιωδώς ενώ η ποίηση απαιτεί να σταματήσεις, να εμβαθύνεις, να μπεις σε περίσκεψη, να αμφισβητήσεις. “Τα μεγάλα ποιητικά οράματα -παρατηρεί- βασίστηκαν σε ιστορικές μεταβολές, θυμηθείτε τον Όμηρο, τον Δάντη, χρειάζεται ένας ποιητής που θα εκφράσει την εποχή του”.
Μα αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει στην Ελλάδα; τον διακόπτω. Μια κοσμοϊστορική καμπή. Μια ολόκληρη χώρα φτωχοποιείται. Απαντά: Δεν ήρθε ίσως ακόμη η ώρα. Η ελληνική επανάσταση του 21 έδωσε δυο μεγάλα ονόματα τον Σολωμό και τον Κάλβο. Μετά, η αναγεννητική πορεία του έθνους που άρχισε μετά τον πόλεμο του 1897, μας έδωσε τον Παλαμά. Η Μικρασιατική καταστροφή έδωσε τον Σεφέρη.
Τον Καβάφη ποιος τον έδωσε; “Ίσως μια καίρια συμπύκνωση της ελληνικής ιστορίας”, συμφωνούμε και οι δυο. Βλέπει την εποχή του μέσα από κορυφαία γεγονότα του παρελθόντος. Ένα από τα πλέον σημαντικά του ποιήματα είναι το Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X. Ας μην βιαζόμαστε λοιπόν… Εγώ όμως βιάζομαι να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, να πακετάρω και να προλάβω την πτήση προς τη Λάρνακα. Τον ασπάζομαι, με ασπάζεται. Δεν ξέρω αν, πότε και που θα τον ξαναδώ. Αισθάνομαι όμως ότι μια αόρατη κυλιόμενη γέφυρα πάνω στην οποία χορεύουν, άλλοτε άτακτα και άλλοτε συγκροτημένα, ανέστιοι, άγραφοι μα και ειπωμένοι, στίχοι, μας ενώνει.
Α, μου νεύει. Δεν μιλήσαμε καθόλου για την Κύπρο. Έχω κατέβει στο νησί 3-4 φορές, έχω απαγγείλει και έχω γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους. Η κυπριακή ποίηση ανήκει στον ευρύτερο ελληνικό κορμό, συνδέεται άμεσα με την ελλαδική διατηρώντας τις δικές της ιδιαιτερότητες. Η Κύπρος είναι μεγάλος καημός για τον ελληνισμό. Θυμάμαι, όντας μαθητής, να συμμετέχω σε συλλαλητήρια υποστήριξης του Αγώνα. Έγιναν πολλά λάθη. Και από τον Μακάριο.
“Ελπίζω”, η τελευταία του λέξη πριν χαθεί μέσα στο πλήθος.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

"...Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΜΕΝΟΣ...."

Ο ποιητής είναι χαμένος. Πάντα ψάχνει ένα καταφύγιο. Ένα ερημικό καφενείο. Μια καταστροφική σχέση. Έναν άγνωστο προορισμό. Δεν έχει τίποτα. Δεν θέλει να έχει τίποτα. Μόνο τις λέξεις του και τους δαίμονές του. Επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Στην αυτοεξορία του. Και φεύγει ξανά. Αλλά κάποιος (που δεν θυμάμαι πια) το είπε ακριβέστερα από αυτό που προσπαθώ εγώ και δεν μπορώ. Είπε, λοιπόν: «Οδοιπορώ, και την αιώνια στάση επιθυμώ, που την οδοιπορία επιθυμεί».
Έζησα τα ηρωικά χρόνια της μεταπολίτευσης στην Αθήνα, στα σωθικά της πόλης. Σ’ ατέρμονους έρωτες, ατέλειωτα μεθύσια, άγριες διαδηλώσεις, γράφοντας ακατανόητα ποιήματα, δουλεύοντας τις χειρότερες δουλείες, ουρλιάζοντας στους δρόμους… Ο ποιητής έχει την φυγή και την έκρηξη μέσα του. Την εξέγερση. Είναι από τη φύση του αναρχικός κι ανυπότακτος.

Όσοι κρατηθήκαμε όρθιοι αυτή τη περίοδο, όσοι είδαμε τους φίλους μας να πέφτουν
από μπαλκόνια, να τους σέρνουν στις φυλακές, να φεύγουν περήφανοι για πάντα, όσοι έχουμε να πούμε ακόμα λίγες λέξεις, να περνάμε με το κεφάλι ψηλά τους ίδιους δρόμους, να πίνουμε στα τελευταία καταγώγια με τους εναπομείναντες συντρόφους. Όσοι αντέξαμε με τεράστιο κόστος. Να ξέρετε, κύριε Λέκκα, πως δεν περιμένουμε τίποτα παραπάνω από μια ζεστή αγκαλιά κι ένα θύλακα αντίστασης.
Ο ποιητής έχει παντού φίλους. Υπάρχει στις καρδιές των άλλων. Είναι μόνος του και δεν είναι. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχει συναντήσει ποτέ και εν τούτοις είναι μαζί τους. Είναι αθώος, εν τέλει. Πως να το πω πιο απλά… Είναι ένας αδέκαρος που πληρώνει τα χρέη των άλλων..."

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ/ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ



«…..Κάθε φορά που πάεις να πείς πάει σώθηκε η ποίηση θα βγει κάποιος να σε διαψεύσει. 
Κάθε φορά που απελπίζεσαι θα βγει η ποίηση να σου θυμίσει ότι δεν απελπίστηκες αρκετά. 
Οταν ένας ποιητής σου θυμίζει κάτι που δεν ήξερες τότε εποίησε. 
Οταν σε κάνει να σταματήσεις και να σκεφτείς τότε ανακεφαλαιώνει τον κόσμο. 
Οταν ένας ποιητής σου επιτρέπει τότε εκείνος παραμένει όμηρος και εσύ ελευθερώνεσαι. ….
Αυτά ανέγνωσα από τον Γιώργο Χριστοδουλίδη και έτσι τα γράφω»
 
Δρ  ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ, συγγραφέας, θεωρητικός της τέχνης




                                                                     Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
 
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας και εργάζεται ως δημοσιογράφος στη Λευκωσία.
Έχει εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: Ένια,Ατέλεια, Λευκωσία 1996, Α' Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη· Ονειτροτριβείο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης και στα βουλγαρικά εκδόσεις Πλάμικ, Σόφια 2011· Εγχειρίδιο Καλλιεργητή, Γκοβόστης, Αθήνα 2005· Το Απραγματοποίητο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, μικρή λίστα των υποψηφίων για βράβευση με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης, Φαρφουλάς, Αθήνα 2013, μικρή λίστα των υποψηφίων για βράβευση με το κρατικό βραβείο ποίησης.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ελληνόφωνα και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά. Έλαβε μέρος σε σειρά διεθνών ποιητικών συναντήσεων.







Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ - RAINBOW

   
Χιόνια στη Μόσχα
και στην Αθήνα αναπάντεχη ηλιοφάνεια.
Σποραδικές βροχές στην Πράγα
και στο Κάιρο αμμοθύελλες.
Στη Λευκωσία ασυνήθιστες για την εποχή
ψηλές θερμοκρασίες
τη νύχτα, αστροφεγγιά μουγγή.
Στη Βαγδάτη και σήμερα καιρός άστατος.
καταιγίδες, αστραπόβροντα κι οχλοβοή.
Τη νύχτα λαμπαδιάσματα και πρόσωπα ακροπενθή.
Με έξυπνους ακρωτηριασμούς γιατρεύονται οι ακροπαραισθησίες.
Το ουράνιο τόξο αφοπλίστηκε.
Του αφαιρέθηκαν τα βέλη και επιδιορθώθηκε η καμπυλότητά του
μην εκληφθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής.



Rainbow

Snow in Moscow.
Unexpected sunlight in Athens.
Sporadic rain in Prague
and sandstorms in Cairo.
In Nicosia, unusually high temperatures
at night, a speechless starlight.
In Baghdad, the weather is yet again stormy.
Gales, thunderclaps and uproar.
At night, blazing all around and forlorn faces.
It takes clever mutilations
to heal limb-illusions.
The rainbow has been disarmed.
All bows have been removed and
its bend mended,
lest it was misperceived for a weapon of mass destruction.

Γιώργος Χριστοδουλίδης, Εγχειρίδιο Καλλιεργητή, Γκοβόστης, 2005

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

ΑΛΕΤΡΙ (LA CHARRUE) , ΥΦ ΜΠΟΝΦΟΥΑ

Υφ Μπονφουά
Πέντε η ώρα.
Χιόνι και πάλι.
Ακούω φωνές
στο μπροστινό μέρος του κόσμου.
Ένα αλέτρι φεγγάρι
λάμπει στην τρίτη γειτονιά,
μα το καλύπτει η νύχτα
με μια πτυχή του χιονιού.
Και το παιδί
έχει όλο το σπίτι δικό του τώρα.
Από το ένα παράθυρο στο άλλο περνά.
Πιέζει τα δάχτυλα πάνω στο τζάμι.
Σταγόνες σχηματίζονται εκεί, όπου παύει
να σπρώχνει προς τον ουρανό την ομίχλη που πέφτει. 



------------------------------------------------------

Cinq heures. La neige encore. J’entends des voix
À l’avant du monde.
Une charrue
Comme une lune au troisième quartier
Brille, mais la recouvre
La nuit d’un pli de la neige.
Et cet enfant
A toute la maison pour lui, désormais. Il va
D’une fenêtre à l’autre. Il presse
Ses doigts contre la vitre. Il voit
Des gouttes se former là où il cesse
D’en pousser la buée vers le ciel qui tombe.
`

μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου
 

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ/ DESESPOIR

Όταν μιας ώρας κέρδη τους 
ή το ετήσιο μέρισμα των μετοχών τους ισούνται ή ξεπερνούν μαζί όλους τους μισθούς της ζωής σου και τα έξοδα κηδείας 
όταν το χαρτζιλίκι των παιδιών τους τα σπορ αμάξια που τους αγοράζουν είναι όλα της ανεργίας τα επιδόματα όλα τα συσσίτια στους μαθητές που ο ένας μετά τον άλλο λιποθυμούν από ασιτία 
ή την ώρα που διαμοιράζεται το γάλα 
κι αλείβεται το ψωμί με φτηνή μαρμελάδα
 κρύβονται από ντροπή στις τουαλέτες των σχολείων 
να μη φανεί ότι δεν πήραν πρόγευμα 
ότι δεν είχανε λεφτά για την καντίνα 
διότι ο πατέρας τους κείτεται μήνες ανήμπορος 
σε κιτρινισμένο στρώμα 
ενώ η μητέρα τους καθαρίζει σκάλες 
την ώρα που οριστικά φυλλοροεί το απαλό της χάδι 
πάνω στο κρύο μάρμαρο 
όταν με την αφθονία των εδεσμάτων   
στις λαμπερές τους δεξιώσεις 
ένεκα νηπενθούς γαμήλιας επετείου 
(ή πένθιμης απώλειας προσφιλούς) 
επιτυχών εμπορικών συναλλαγών 
ή κολοσσιαίων συγχωνεύσεων 
διασκεδάζοντας με αυλικούς της εξουσίας 
κάνοντας γενναιόδωρες εισφορές 
για τις προεκλογικές τους εκστρατείες 
κρυφίως αλλά με στενοχώρια για την κατάσταση 
στην οποία έχει περιέλθει ο τόπος 
θα μπορούσε να ταϊστεί ένα κομμάτι αυτού του πεινασμένου πλήθους 
που έρπει στιγματίζοντας ιστορικές πλατείες 
την ευπρέπεια της ηθικής τους 
κι αν τυχόν κάνει να σηκωθεί 
θα καταρρεύσει πέφτοντας σε προκατασκευασμένους ομαδικούς τάφους 
όταν εγώ χτυπημένος από επίμονη βρογχίτιδα 
πολύ καπνό και αδιάκοπη ροή απελπισίας 
τίποτα δεν μπορώ να κάνω για όλα αυτά 
και μόνο να γράφω μπορώ μόνο να γράφω ποιήματα 
λαξεύοντάς τα σε τόξα και στίχους 
τροχίζοντάς τους σε βέλη 
για να σημαδεύω χωρίς μάτια χωρίς μάτια πια 
τα απεχθή είδωλά τους 
δίχως κάποια έστω πιθανότητα επιτυχίας.
Quand une heure de leur gain
Ou le dividende annuel de leurs actions
Valent ou dépassent au total
Tous les salaires de ta vie
Et les dépenses pour les funérailles
Quand l’argent de poche de leurs enfants
Leurs voitures de sport qu’ils leur achètent
Représentent toutes les allocations de chômage
Tous les repas des étudiants
Qui l’un après l’autre de faim s’évanouissent
Ou au moment de la distribution du lait
Et que le pain est enduit de marmelade bon marché
Ils se cachent de honte
Dans les toilettes des écoles
Pour ne pas qu’on se rende compte
Qu’ils n’ont pas eu de déjeuner
Qu’ils n’avaient pas les sous pour la cantine
Parce que leur père croupit depuis des mois impuissant
Sur un lit jauni
Pendant que leur mère nettoie les escaliers
A l’heure où elle effleure une dernière fois
De sa caresse légère le marbre glacé
Quand avec la profusion de nourriture
Dans leurs réceptions lumineuses
Eu égard au deuil il y a cérémonie de mariage
Ou la perte tendrement endeuillée d’un être cher
Échanges commerciaux réussis
Ou fusions colossales
S’amusant avec des courtisans du pouvoir
Faisant des propositions généreuses
Pour leurs campagnes préélectorales
En cachette mais dans l’inquiétude
Pour l’état où se trouve le pays
On pourrait nourrir
Une partie de ce peuple d’affamés
Qui rampe en stigmatisant sur des places historiques
La bienséance de leur moralité
Et s’il fait mine de se lever
Il finira par tomber
Dans des tombeaux collectifs préfabriqués
Quand moi
Frappé par une bronchite qui dure
Beaucoup de fumée et d’écoulement ininterrompu de désespoir
Je ne peux rien faire pour cela
Je ne peux qu’écrire
Seulement écrire
Des poèmes sculptés en arcs
Et des vers aiguisés tels des flèches
Pour que je puisse viser
Sans yeux
Désormais sans yeux
Leurs répugnantes idoles
Sans même le moindre
Soupçon de réussite.



Traduction Marianne Catzaras

Ο ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ....

«Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί ένα μυστήριο και η μοναδικότητά του είναι ιερή. Τώρα ο άνθρωπος κινδυνεύει να μετατραπεί σε κλώνο κατά παραγγελία: συμπαθητικός, με γαλάζια μάτια, δραστήριος, αναίσθητος στον πόνο ή τραγικά έτοιμος να γίνει σκλάβος».

Ερνέστο Σάμπατο

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

LA DETTE

Il y aura toujours une dette
Pour ceux qui n’ont pas réussi
Pour ceux qui n’étaient pas suffisamment forts
Pas suffisamment malléables
Comme la plupart
Il y aura toujours une dette
Pour ceux qui ne sont pas passés
Au jour suivant
À la semaine suivante
Parce qu’ils avaient devant eux
Une montagne
Et quelques réticences
Pour les grimper
À ceux qui n’avaient pas établi
Un bon plan de fuite
Qui n’ont pas vu
Les fenêtres derrière le mur
La lumière pâle qui aurait pu leur montrer
Un chemin
Il y aura toujours une dette
Parce que tu n’es pas devenu la fenêtre
Parce que tu n’es pas devenu la lumière
Pour eux.

Yiorgos Christodoulides