Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΒΑΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ "ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ"


Του Παναγιώτη Νικολαΐδη Φιλόλογου-ποιητή (δημοσιεύτηκε στο πολιτιστικό περιοδικό ΔΙΟΡΑΜΑ"

Με την έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή Πληγείσες περιοχές, Γυμνές ιστορίες (Μελάνι, 2016),1 ο ποιητής και δημοσιογράφος στο επάγγελμα Γ. Χριστοδουλίδης αξιοποιεί τις κατακτήσεις της προηγούμενης του διαδρομής σφραγίζοντας μια ποιητική πορεία ιδιαίτερα δημιουργική και γόνιμη. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ανά χείρας ποιητική κατάθεση αντανακλά την περιπέτεια μιας ποιητικής πρωτίστως συνείδησης που δεν καταλαγιάζει στις κατακτήσεις της, αλλά στρεφόμενη προς το ίδιο της το παρελθόν επεξεργάζεται τις συνέπειες της διαδρομής της, στοχάζεται το βάρος που της κληροδότησαν οι αισθητικές, υπαρξιακές και ιστορικές της δεσμεύσεις και αποδεικνύεται έτοιμη να τις διαχειριστεί εκ νέου σε ένα τραυματικό και επώδυνο παρόν. Και είναι ακριβώς για τούτον τον λόγο που το νέο του ποιητικό βιβλίο, επιτυγχάνει αισθητικά σε μεγαλύτερο βαθμό μιαν εκφραστική πυκνότητα χάρη στον αυστηρότερο έλεγχο παλαιότερων διηγηματικών στοιχείων και κυρίως της υπερβολικής αναλυτικότητας, που αποδυνάμωναν κάποιες φορές το συμπαγές γλωσσικό αισθητήριο. Ένα δεύτερο χάρισμα που αποδεικνύει, κατά την άποψή μου, ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί και το επιστέγασμα της ωριμότητας του Χριστοδουλίδη, είναι ότι διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους δημιουργώντας νέες περιοχές αναζήτησης.
Η συλλογή αποτελείται από πέντε, ίσες περίπου σε ποιήματα, ενότητες [Το παιδί, Περιπέτειες, Θανατερά, Ερωτικά (της γυναίκας), Ερωτικά (της ποίησης)]. Πιο συγκεκριμένα οι τρεις πρώτοι ομόκεντροι, θεματικοί κύκλοι του βιβλίου ακολουθούν οριζόντια την αναπόφευκτη πορεία της ανθρώπινης ζωής (παιδί-ενηλικίωση-θάνατος). Η αποφασιστική πορεία του ποιητικού υποκειμένου προς την αυτογνωσία έχει τέτοια ενδελέχεια, έτσι όπως εκτυλίσσεται από ποίημα σε ποίημα, που δίνει, κατά την άποψή μου, στην έκδοση μια σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση. Αντίθετα, οι δύο τελευταίοι θεματικοί κύκλοι (έρωτας για τη γυναίκα και την ποίηση) διατρέχουν κάθετα όλο το εγχείρημα και εισάγουν στη μυθολογία του βιβλίου, ένα κλειδί ανάγνωσης∙ ένα κλειδί που προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή, δηλαδή τη σχέση του ανθρώπου με τη θνητότητα και με τη γλώσσα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πέντε δομικές ενότητες, ιχνηλατούν το ίδιο θέμα με πέντε καταθέσεις διαφορετικής μορφής, θερμοκρασίας και εμβέλειας, ισορροπώντας, βέβαια, μέσα από τις αντινομίες τους. Σε κάθε περίπτωση, ο λειτουργικός τίτλος, Πληγείσες περιοχές, φωτίζει ενίοτε με μαύρο φως και ενίοτε με το φως της ελπίδας τον παιδικό κόσμο, την ενηλικίωση, τον θάνατο, την ιστορία, την κοινωνία, τον έρωτα και την ποίηση αδιάλειπτα και οργανικά, δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.


ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ (σ. 60)
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
Και πίνω μια ξανθιά μπίρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος



Όπως αποδεικνύει η ανάγνωση του συνόλου του έργου του Χριστοδουλίδη, ο ποιητής γράφει τους ισχυρότερους του στίχους όταν εκκινεί από τα προσωπικά του βιώματα και γίνεται εξομολογητικός. Συνήθως σε μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του και συναντά το εμείς. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής καταδεικνύουν με σαφήνεια μια δραματική και, ας το καταθέσω προκαταβολικά, ποιητικά δραστική στροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον εσώτερο βιωματικό του πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες ζωογονητικές (π.χ. ερωτικές, παιδικές), αλλά και πολλές λύπες, ματαιώσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές διαπιστώσεις. Συγκλίνουν, με άλλα λόγια, προς ένα ζεύγμα αποσταγμένης πείρας ζωής, πικρίας για τις συντελεσμένες απώλειες και καρτερικού φόβου για τα επικείμενα.
Σε ορισμένα πάλι ποιήματα, ιδιαίτερα στις ενότητες (Περιπέτειες και Θανατερά) η ιστορία και ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός δεν εξορίζονται άρδην από το ποιητικό προσκήνιο ούτε, ωστόσο, εκφέρονται φωναχτά ή ανεπεξέργαστα. Αντίθετα, ενσωματώνονται έντεχνα στον οντολογικό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και για τούτο μετουσιώνονται, ως επί το πλείστον, αισθητικά και λειτουργικά σε ποίηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συγκεκριμένα στοιχεία του κοινωνικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού βίου, οι συνειδητές δηλαδή σκοπεύσεις, αλλά και οι ασυνείδητες αναφορές, οι ρήξεις και οι κρίσιμες υπαρξιακές επιλογές του ποιητικού υποκειμένου, δεν αποσιωπούνται με κανένα τρόπο, αλλά εγγράφονται ποιητικά στο κείμενο ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο παραγωγής και διακίνησης του νοήματος.


ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ (σ. 41)
Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι
του ανθρωπολογικού εργαστηρίου
περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
Αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεκτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο όπου κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιντζούρι
για να το γλύψει αργότερα.


Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, θεωρώ ότι ακόμη ένα θετικό στοιχείο του βιβλίου, είναι ότι αρκετά ποιήματα, ακόμα και όταν πρόκειται για ποιήματα ποιητικής, πείθουν σε μεγάλο βαθμό με την αλήθεια τους και αιτιολογούν βάσιμα τον υπότιτλο της συλλογής Γυμνές ιστορίες. Και τούτο συμβαίνει γιατί αφενός ο ποιητικός πυρήνας διαποτίζεται, βυθίζεται στο βίωμα και αφετέρου γιατί αυτό το βίωμα πραγματώνεται αισθητικά επιτυγχάνοντας τις περισσότερες φορές καθολικότητα. 

Σε αυτήν ακριβώς τη μείξη ατομικού και συλλογικού, μύθου και ιστορίας εδρεύει κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημεία-κλειδιά της συλλογής, το οποίο μάλιστα φωτίζει τον αφηγηματικό σκελετό του βιβλίου.
Πιο συγκεκριμένα, στο κέντρο της αφηγηματικής τεχνικής του ποιητή δεσπόζει συμπληρωματικά το πρώτο και το τρίτο ενικό πρόσωπο, στα οποία θεωρώ ότι συμπλέκονται αξεδιάλυτα δύο στοιχεία: το αυτοβιογραφικό-βιωματικό από τη μια και το ιστορικοκοινωνικό-αφηγηματικό, σκηνοθετικό από την άλλη. Με τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου, ο ποιητής δημιουργεί τις προϋποθέσεις ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, στο οποίο ο αναγνώστης εμπλέκεται αναπόφευκτα. Με τη χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, η απουσία του ποιητή ταυτίζεται με την αναγνωστική ελευθερία που εγγυάται αδόκητη διεύρυνση του ποιήματος. Και στις δύο περιπτώσεις ο ομιλητικός χαμηλόφωνος τόνος, η προσωπική εξομολόγηση, η απροσποίητη ειλικρίνεια, η κατάθεση ψυχής αποτελούν τις εκφραστικές προθέσεις και προϋποθέσεις.
Το βιωματικό υλικό, επομένως, δεν εξασφαλίζει από μόνο του υψηλό ποιητικό αποτέλεσμα, αλλά πραγματώνεται επιτυχώς σε αισθητικά λειτουργική ποίηση πρωτίστως χάριν της ισχυρής, οικειωτικής δύναμης του στίχου. Και στην περίπτωση του Γ. Χριστοδουλίδη, η δύναμη του στίχου του οφείλεται πρωτίστως στον επιτυχή, τις περισσότερες φορές, ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό-στοχαστικό στοιχείο, προϊόν ανήσυχου προβληματισμού και άγρυπνης σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητικός ρεαλισμός του Χριστοδουλίδη, αποδεικνύεται στις καλύτερές του στιγμές σε εξαιρετικό όπλο της γραφής, καθώς τον προφυλάσσει από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπει να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα. Με αυτό τον τρόπο, τα ιδιωτικά βιώματα του ποιητή δεν παραμένουν ασφυκτικά κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση.


ΤΟ ΣΕΛΙΝΙ (σ. 24)
Ήμουν δεν ήμουν εφτά χρονών
κι εκείνη η σταφιδιασμένη γριούλα είχε ανοικτή
τη χούφτα.
Της έδωσα το χαρτζιλίκι μου –ένα σελίνι
κι έτρεξα φοβισμένος μακριά.
Η γριά πέθανε, εγώ μεγάλωσα
ο χρόνος κάτω από το χώμα
καθάρισε τα κόκαλά της
αν δεν ήταν θαμμένη
θα βλέπατε ότι έχουν το ίδιο χρώμα
με το φετινό φεγγάρι του Αυγούστου
όμως αυτό που θέλω να πω
είναι ότι εκείνο το σελίνι
από τότε
καθημερινά μου επιστρέφεται
κι αστράφτει
πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα νομίσματα
μες το ταξίδι του.


Εστιάζοντας στον μελαγχολικό τόνο, ο οποίος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό διατρέχει το σύνολο σχεδόν της παραγωγής του ποιητή, παρατηρούμε ότι εδώ αναδύεται θεματικά εντοπισμένος και εμφιλοχωρεί επιτακτικά στο εσωτερικό της ποιητικής έκφρασης. Η αβεβαιότητα, τα διλήμματα, οι φόβοι, το άγχος για το οδυνηρό πέρασμα του χρόνου και οι ενοχές, οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε σε μελαγχολικές κρίσεις συνειδήσεως και ταυτότητας στις οποίες διακυβεύεται ολόκληρη η ύπαρξή του και άλλοτε σε επάλληλους κύκλους εξωστρέφειας που εκδηλώνονται περισσότερο με ειρωνεία και λιγότερο με οργή για την εξαχρείωση των κοινωνικών ηθών στον τόπο μας, την κοινωνική και ιστορική αδικία και τον θάνατο. Από την άλλη πλευρά, η προσκόλλησή του ποιητή σε ηθικές αξίες και αρχές, ο ανθρωπισμός του, η προσήλωσή του στην ομορφιά και κατ’ επέκταση την αλήθεια, τον βοηθούν, βεβαίως, πρόσκαιρα να ισορροπήσει ψυχικά, δεν επιφέρουν, ωστόσο, την πολυπόθητη εσωτερική γαλήνη.
Και είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο που, ενώ θεματοποιείται εμφαντικά η βίαιη εισβολή του εξωτερικού κόσμου στον αφύλαχτο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της ύπαρξης, ταυτόχρονα το ποιητικό εκκρεμές εξισώνει το αποτέλεσμα με τη αντίστροφη και, τις περισσότερες φορές, λυτρωτική παρέμβαση της ποιητικής όρασης που μεταμορφώνει τον εξωτερικό κόσμο. Πρόκειται για μια ανατρεπτική, σε πολλά ποιήματα της συλλογής, οπτική, η οποία αφαιρεί από τα πράγματα την κοινή θέα και θέασή τους, βάζοντας στη θέση τους ένα ιδιάζον, λοξό ποιητικό κοίταγμα, το οποίο ως επί το πλείστον αναποδογυρίζει την κοινή λογική και κυοφορεί το θαύμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η κοινωνική περιθωριοποίηση, η ανέκκλητη φθορά του σώματος, η εξαχρείωση των αισθημάτων, η κοινωνική αδιαφορία, η αδικία, οι σωματικές και ψυχικές πληγές αποτελούν εν τέλει διάφορες εκδοχές της υπαρξιακής ερημιάς και του παράλογου της ιστορίας, που μόνο η ποίηση και ο έρωτας μπορούν έστω και για λίγο να νικήσουν. Οι δύο τελευταίες ενότητες του βιβλίου καταδεικνύουν εξάλλου εμφαντικά ότι μόνο η ποίηση και ο έρωτας δύνανται να προστατεύσουν τον λυρισμό της σκέψης και την παιδική ηλικία, να επιτεθούν στη βαρβαρότητα, στην κατανάλωση των σχέσεων, στην κοινωνική και ιστορική αδικία, στα λογής στερεότυπα, ακόμη και στην ίδια την ποίηση όταν αυτή είναι άσφαιρη. Η ποίηση και ο έρωτας εμφανίζονται, λοιπόν, αιφνίδια στη σκηνή για να βεβαιώσουν τη δυνατότητα ενός ουσιαστικότερου υπάρχειν μέσω μιας ανατρεπτικής ματιάς, η οποία ως επί το πλείστον ανατρέπει το άνοστο περίβλημα της καθημερινότητάς μας.


ΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ (σ. 44)
Όσοι συνέρχονται
έχουν παραμορφωμένα πρόσωπα
κομμένα μέλη
και τους λείπει το προηγούμενο κοίταγμα.
Βυθίζονται σε ζάλη αφρισμένη
και τα λόγια τους γίνονται πουλιά
που δεν έχουν φωλιές.
Βλέπουν τις σπίθες ως ηλιαχτίδες
τις πληγές ως λάθος του τεχνίτη
και τα θύματα
ως αγγέλους που αποκοιμήθηκαν.
Βλέπουν τη σκηνή του δυστυχήματος
χωρίς τη φρίκη.
Ακριβώς όπως οι επιζώντες
μιας ήσυχης μέρας
-πολλών ήσυχων ημερών.

Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αυτή η ανατρεπτική όραση δεν περιορίζεται αυτάρεσκα και από απόσταση ασφαλείας στο υπαρξιακό ή στο ιστορικοκοινωνικό πεδίο, αλλά επεκτείνεται με παρρησία και στο πεδίο της ίδιας της ποίησης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής «ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ», αποδομείται ειρωνικά από τη μια το εξιδανικευμένο μοντέλο του ρομαντικού ποιητή, ενός καθαρού, υπερβατικού, όντος, που επικοινωνεί με το θείο και εμπνέεται από αυτό, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται αντιθετικά από την άλλη το ακάθαρτο, γήινο σώμα του πραγματικού ποιητή. Το ποίημα, κινείται, με άλλα λόγια, επιθετικά και εσώστροφα, προς την κατεύθυνση του ίδιου του ποιητή-δημιουργού, αποδομώντας, αφενός, τη ρομαντική και ιδεαλιστική εικόνα του ποιητή ως πολιτιστικώς ορθού κοινωνικού προτύπου για έναν υψηλό πολιτισμό, και αφετέρου τη ναρκισσιστική του ασθένεια.

ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ (σ. 61)
Υπάρχει μια εκκρεμότητα
που αν δεν την πω δεν θα ησυχάσω.
Κάποιος με παρακολουθεί την ώρα που γράφω.
Ένας αγροίκος
τον ακούω να κόβει τα νύχια του
να ξύνεται να χασμουριέται
μετά να σηκώνεται να σπάει αβγά
να κάνει ομελέτα
ύστερα να ανάβει την τηλεόραση
να ρουφά την ημερήσια φρικαλεότητα
μετά να παθιάζεται μ’ ένα ντέρπι
να στυλώνει το τεράστιο πούρο του
να στέλλει δαχτυλίδια καπνού
στο γκρίζο ταβάνι του
που καταρρέει αδιάκοπα.
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η ποίηση
μου λέει, σκίζοντας όλα τα πρωτόκολλα
κατ’ ακρίβειαν την έχω εντελώς γραμμένη
και χασκογελά.
Νομίζει ότι έτσι θα με τσαντίσει
ή θα με κάνει να ασχοληθώ
με κάτι πιο προσοδοφόρο.
Ας πιούμε ένα ποτήρι κρασί, του απαντώ
Κερασμένο από μένα
πάλι μου έδωσες
το καλύτερο ποίημα.


Συνοψίζοντας, η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γ. Χριστοδουλίδη Πληγείσες περιοχές, Γυμνές ιστορίες, αποτελεί ένα ποιητικό χρονολόγιο του αόρατου ρήγματος της ύπαρξης. Σε αυτό τον ψυχικό ιστό ό,τι χάθηκε, κομματιάστηκε και σπαταλήθηκε, δεν αντιπροσωπεύει μιαν ουδέτερη, άχρηστη και αποσημασιολογημένη ύλη, αλλά ένα ακόμη ολοζώντανο σύμπαν, που μολονότι αιμορραγεί ακατάσχετα από κάθε του άνοιγμα, δεν λέει με κανέναν τρόπο να παραδώσει τα όπλα. Για τούτο και η ποιητική του κρυσταλλώνεται σε ένα ξεκάθαρο διπολικό σχήμα: από τη μια η οδυνηρή νοσταλγία ενός οριστικά χαμένου, παιδικού παραδείσου, από την άλλη η επίμονη προσπάθεια του ποιητή να υπερβεί αυτή την απώλεια και να επανακτήσει την αρχική ολότητα. Επιμέρους ενστάσεις σε ορισμένα σημεία του βιβλίου για υπερβολική αναλυτικότητα ή πλατειασμό υπάρχουν, δεν μπορούν ωστόσο, κατά την άποψή μου, να αλλοιώσουν σε μεγάλο βαθμό το συνολικό αποτέλεσμα. Το θαύμα της ποίησης ιχνοβατεί το σκοτεινό βάθος των ανθρώπων και των πραγμάτων και εξακολουθεί να προβάλλει μέσα από τις άπειρες κρύπτες της πραγματικότητας. Όποιος διαθέτει την κατάλληλη όραση το βλέπει.
1 Προηγήθηκαν οι συλλογές: Ένια, Ατέλεια, Λευκωσία 1996, (Α΄ Κρατικό βραβείο νέου λογοτέχνη)∙ Ονειροτριβείο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, (Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης)∙ Εγχειρίδιο καλλιεργητή, Γκοβόστης, Αθήνα 2005∙ Το Απραγματοποίητο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010∙ Δρόμος μεταξύ ουρανού και γης, Φαρφουλάς, Αθήνα 2013.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

KOYBENTA ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΓΑΛΑΤΗ



Πόσοι μας ξέρουν πραγματικά; H μάνα μας. Αυτοί/-ες που μας ερωτεύτηκαν. Και όσοι μας διάβασαν. Η μάνα μας, επειδή μας γέννησε. Όσοι/-ες μας ερωτεύτηκαν, επειδή μας ξαναγέννησαν. Και εκείνοι που μας διάβασαν, επειδή, γεννηθήκαμε ακόμα μια φορά, μέσα τους. Τολμώ να πω, λοιπόν, ότι ξέρω τον Τάσο Γαλάτη, τον ποιητή, για τον τρίτο λόγο. Τον διάβασα και τον ένιωσα να ξαναγεννιέται μέσα μου.

Ὁ σημειωμένος

Πάει καιρός πού ἡ Μερόπη
μέ κοιτάζει ἐξεταστική καί ἀνήσυχη
καρφώνοντας συχνά πυκνά τό βλέμμα στά πόδια μου
κι ὕστερα θυμιατίζει
καί μέ ραντίζει μ’ ἅγιο μύρο ἀπό τήν Πειρήνη
μά πιό πολύ αὐτός πού μέ παιδεύει
μέ τήν καχυποψία τού καί τούς ὑπαινιγμούς του
εἶναι ὁ Πόλυβος.
Καί ποῦ γυρνᾶς, ποῦ γύριζες ὁλημερίς
ἀπό τή μιά θάλασσα στήν ἄλλη
πεζοπορώντας ὡς τό Λέχαιο καί τίς Κεχριές
τί γυρεύεις, τί ζητᾶς
στίς ἐρημιές καί στά λιμάνια.
Μά ἐγώ μιλιά δέ βγάζω
τί νὰ πῶ, πῶς νά τό πῶ
τί ἐξηγήσεις νά ἀπαιτήσω
γιατί ὄχι πιά ψιθυριστά πίσω ἀπό τήν πλάτη μου
ἀλλά κατάμουτρά μοῦ τό πετᾶν
ὁ μπάσταρδος, ὁ μοῦλος, ὁ σημειωμένος.

Τον συνάντησα πρώτη φορά, καταϊδρωμένο από την αφόρητη ζέστη, το 2013 στη Sete της Νοτίου Γαλλίας, όπου συνυπήρξαμε για μια εβδομάδα στο πλαίσιο του Voix Vives de Méditerranée en Méditerranée, ενός σημαντικού διεθνούς ποιητικού φεστιβάλ.
Βρεθήκαμε δεύτερη φορά πριν από μερικές εβδομάδες στο Σύνταγμα. Μου φάνηκε δακρυσμένος, δεν ήταν όμως, αν και στα μάγουλα του είχαν σκάσει δυο αχνές γραμμές. Μάλλον η βιασύνη να μην αργήσει στο ραντεβού μας, του είχε προκαλέσει ασυναίσθητη ενδακρύωση! Η οποιουδήποτε είδους αργοπορία, για την ιδιοσυγκρασία ενός συνεπέστατου, σαν ο Γαλάτης, ανθρώπου, ήταν αδιανόητη! Διέκρινα όμως και μια άλλης μορφής συγκίνησης, απροσδιορίστου τροφοδότησης. Συγκινημένος από το ότι θα συναντούσε αυτόν τον απρόσκλητο, στην Αθήνα, επισκέπτη (εμένα); Από την αμφιλεγόμενη υπόθεση, ότι η διαδρομή από τη μέρα που συναντούμε για δεύτερη φορά, τον ίδιο προσφιλή άνθρωπο, είναι ο χρόνος που έχει διανυθεί από την πρώτη; Κι έτσι, θα μπορούσα εξωφρενικά να ισχυριστώ, σε μια τέτοιαν περίπτωση, «έκανε τρία χρόνια ο Γαλάτης για να διανύσει την απόσταση Υπουργείο Αμυνας-Σύνταγμα, κι εγώ άλλα τρία τη διαδρομή Λάρνακα-Αθήνα»…
Με οδηγεί παραδίπλα, «εδώ ήταν του Καραγάτση» μου λέει, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο. Καθόμαστε για καφέ. Γράφει ποιήματα από τα γυμνασιακά του χρόνια, αρχίζει να θυμάται, σε μια μη-συνέντευξη-, κουβέντα ήταν, μην νομίσετε, ανάγκη να μιλήσω με κάποιον που θα με πραγμάτωνε ξανά για λίγη ώρα. Έγραφε, λοιπόν, ποιήματα από τότε, επηρεασμένος από τα παιδικά περιοδικά , Ο θησαυρός των παιδιών, Το Ελληνόπουλο που δημοσίευαν και εργασίες των αναγνωστών τους. Φιλοδοξούσε να γράψει κάτι ανάλογο χωρίς να διαθέτει, όπως ομολογεί, τη γνώση του τι εστί ποίηση. «Νόμιζα ότι ποίηση είναι τα ωραία λόγια και οι ωραίοι στίχοι. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει ο ποιητικός λόγος».
Τον ρωτώ αν έχει αποκηρύξει πρώτα ποιήματα και μου απαντά ότι δεν υφίσταται λόγος, από μόνα τους εκλείπουν αφού έχουν συνεισφέρει αυτά που έπρεπε. Αρχισε με πρωτόλεια μάλλον λυρικά, όπως οι περισσότεροι, αλλά γρήγορα πέρασε σε αυτό που τον καθόρισε ως ποιητή. «Από το τρίτο μου βιβλίο και ύστερα, «Τα Παροράματα», η ποίηση μου γίνεται απόλυτα βιωματική. Άλλο να γράφεις ποιήματα και άλλο ΠΟΙΗΣΗ, σκέφτομαι… «Εκεί στο τρίτο μου βιβλίο, υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα μου ποιήματα. Όμως η στροφή μου προς τη βιωματικότητα μπορεί να ανιχνευθεί και μέσα από μερικά ποιήματα των πρώτων δυο μου βιβλίων Ἡ μυθολογία τοῦ δάσους, Κοινόβιο.
Αλλάζω λίγο την υφή της κουβέντας. Ξετυλίγω το κουβάρι των αναπάντητων ερωτημάτων. Υπάρχει νομοτέλεια στην ποίηση; Υπάρχουν ίχνη που δείχνουν το δρόμο που σου έχει ανατεθεί να διανύσεις, μου απαντά, όχι έτσι ακριβώς, αλλά κάπως έτσι και αρχίζει να απαγγέλλει ένα τέτοιο ποίημα-αποτύπωμα των μελλοντικών βημάτων:

Egretta alba

Τώρα ὁ καιρός μέ τή χρυσαλλίδα παίζει
καί τόν ἐρωδιό ἐρωτεύεται.
Στήν πλαγιά μέ τά κούμαρα
θά σᾶς συναντήσω πάλι,
ὦ φίλοι,
πού σᾶς παραπλάνησαν οἱ ἀετοί,
μή μ’ ἀποπαίρνετε
ἀπό κεῖ ψηλά,
ξέρω γιά νά σᾶς πῶ
τίς περιπέτειες ἑνός ἐντόμου∙
τάχα, δὲν εἶναι ἀρκετό,
τήν εἴσοδό μου στό δάσος
νά προετοιμάσω…

Επιχειρώ μέσα από μια αδέξια όσον αφορά την μακρυγορία της ερώτηση να ψαχουλέψω την τραυματικότητα της ποίησης του, και καταλήγω μέσα από πολλή προσπάθεια, πως βλέπω πολλή τέφρα να αναδεύεται και πολλά ανεπούλωτα να αιμορραγούν ακόμα. Η ποίηση επουλώνει ή δεν επουλώνει τελικά, καταλήγω πριν μου κοπεί η ανάσα.
«Δεν επουλώνει τίποτα, απλώς κάνει βιώματα και τραύματα πιο υποφερτά» μου απαντά και θυμάται στίχους του Καβάφη από την «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου∙ ποιητού εν Kομμαγηνή∙ 595 μ.X.»
…Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα∙
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. –
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».
Τον Τάσο Γαλάτη τον χάραξε η ταραγμένη δεκαετία του ’40. Από Τα παροράματα και εντεύθεν, η ποίηση του εκκινά μεν από το παρόν αλλά στρέφει τους οδοδείκτες της προς το παρελθόν και κυρίως σε εκείνη την δεκαετία.
Επτά χρονών, με την απελευθέρωση, έζησε βιώματα οικογενειακά και κοινωνικά, που τον σημάδεψαν. «Δεν είχα βεβαίως πλήρη συνείδηση του τι συνέβαινε», παραδέχεται, «όμως η πραγματικότητα εκείνη, η πραγματικότητα του εμφυλίου έτσι κι αλλιώς με χάραξε, όπως χάραξε και την πορεία της πατρίδας και του έθνους μέχρι σήμερα».
Του υποβάλλω ότι από μια «ποιητική ηλικία» και μετά, παύουμε ή τουλάχιστον, εγώ έπαυσα να αναζητώ ποιητές, αλλά ποιήματα. Με παραπέμπει στη μεταβλητή της διαχρονικότητας σύμφωνα με την οποία οι εποχές των αναζητήσεων αλλάζουν όπως και οι στόχοι τους σε αντιστοιχία με το στάδιο της ποιητικής ωρίμανσης του αναζητούντα. «Στην εφηβική μου ηλικία αναζητούσα τον Ιωάννη Γρυπάρη του οποίου η μοναδική ποιητική συλλογή Σκαραβαίοι και Τερρακότες, με είχε γοητεύσει. Πολύ αργότερα, μυήθηκα στην ποίηση του Σεφέρη, μια πολύ δύσκολη υπόθεση για μένα» και ίσως όπως αναφέρει, η μυθολογία αυτής της ποίησης να του πρόσφερε «αφορμές» στην περαιτέρω ποιητική του πορεία.
Όμως, ο Τάσος Γαλάτης, «κολύμπησε» σε όλο το πλάτος και βάθος της ελληνικής ποίησης, από τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τους ποιητές της γενιάς του 30 αλλά και σε ορισμένες «βραχονησίδες» της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς όπως ο Αναγνωστάκης, ο Σινόπουλος κ.α.
Βυθισμένος στον ωκεανό της πρότερης λαμπρής πορείας της ελληνικής ποίησης, ο Τάσος Γαλάτης δεν διστάζει να ομολογήσει ότι δεν παρακολουθεί λεπτομερώς το σύγχρονο εκδοτικό οργασμό, αλλά έχει την εντύπωση ότι ο ποιητικός λόγος βρίσκεται σε παρακμή. Λείπει λέει το ισχυρό ταλέντο, μέσα σε μια πλειάδα νέων ποιητών που “απλώς γράφουν καλά”. Επισημαίνει, ότι στους περισσότερους νέους ποιητές λείπει η ποιητική παιδεία. Δεν αρκεί μόνο η έμπνευση, προσθέτει, όλοι οι άνθρωποι έχουν έμπνευση. Για να γίνεις ποιητής απαιτούνται πολλά, τα οποία εύστοχα προσδιορίζει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στα Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή.
Τον ρωτώ κυνικά αν οι κριτικοί είναι χρήσιμοι για την ποίηση. “Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πνευματική ζωή αν δεν υπάρχει καλή κριτική και η γενιά του ’30 το αποδεικνύει αυτό, με τον Καραντώνη αλλά και εξίσου, με τα πολύ σημαντικά κριτικά δοκίμια του Σεφέρη. Επίσης, τα δοκιμιακά κριτικά του Ελύτη. Ισως επειδή δεν έχουμε σήμερα καλούς κριτικούς ανκαι είναι πολλοί εκείνοι που ασκούν κριτική στην ποίηση, να υπάρχει και αυτή τη παρακμή. Δεν ανοίγονται νέοι δρόμοι, ενώ άλλοτε οι κριτικοί άνοιγαν δρόμους”.
Θεωρεί ότι υπάρχουν αξιόλογοι ποιητές που ένεκα του ότι μένουν «εκτός συστήματος», αγνοούνται; “Μπορεί να υπάρχουν, αλλά κάποια στιγμή έρχεται η ώρα τους. Στην αφάνεια ήταν για πολλά χρόνια ο Κάλβος τον οποίο «ανέσυρε» ο Παλαμάς στην περίφημη ομιλία του για τον Κάλβο. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα”, παρατηρεί…
Το διαχρονικό αλλά και “δύστροπο” ερώτημα εισβάλλει αναπόφευκτα στη συζήτηση. Γιατί γράφουμε αφού λίγοι μας ξέρουν και λιγότεροι μας διαβάζουν; “Γράφουμε πρώτα απ’ όλα για να εκφράσουμε την ύπαρξη μας. Δεν παραλείπω και το στοιχείο της φιλοδοξίας. Αλλά η αυτογνωσία και η ωριμότητα συχνά μειώνουν αυτή την φιλόδοξη ορμή..”
Ο Τάσος Γαλάτης, δεν… κωλώνει να εκτοξεύει βέλη κριτικής προς πάσα κατεύθυνση. Δεν τη γλυτώνει ούτε ο ίδιος ο ποιητικός του εαυτός. “Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω κατορθώσει. Και έχω κατορθώσει κάποια πράγματα. Έχω γράψει ορισμένα ποιήματα τα οποία μπορεί να είναι υποφερτά. Δεν μ’ αρέσουν οι ψευτοταπεινοφροσύνες, θεωρώ ότι τα περισσότερα ποιήματα μου δεν είναι του πεταμού. Ασφαλώς, είχα κατά καιρούς διάφορα σχέδια να επεκτείνω τη θεματογραφία μου, αλλά δεν το έχω καταφέρει”.
Ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του-ο κάθε ποιητής με την έννοια του «σχεδόν πάντοτε» μένει “σημαδεμένος” από ένα βιβλίο, έναν κύκλο ποιημάτων ή ακόμη, ένα μόνο ποίημα του- κατέχει Ο Σημειωμένος. “Ο Σημειωμένος είναι ο Οιδίπους, ο σακατεμένος, με το οίδημα στο πόδι, και αξιοποιώντας τον αρχαίο μύθο, λέει ο Γαλάτης, ξεδιπλώνει την δική του οπτική για τον κόσμο. Υπάρχει χώρος στο σύγχρονο κόσμο για την ποίηση; Οι ταχύτητες και οι εικόνες αφήνουν πίσω τους εκτυφλωτικές λάμψεις, που εναλλάσσονται ιλιγγιωδώς ενώ η ποίηση απαιτεί να σταματήσεις, να εμβαθύνεις, να μπεις σε περίσκεψη, να αμφισβητήσεις. “Τα μεγάλα ποιητικά οράματα -παρατηρεί- βασίστηκαν σε ιστορικές μεταβολές, θυμηθείτε τον Όμηρο, τον Δάντη, χρειάζεται ένας ποιητής που θα εκφράσει την εποχή του”.
Μα αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει στην Ελλάδα; τον διακόπτω. Μια κοσμοϊστορική καμπή. Μια ολόκληρη χώρα φτωχοποιείται. Απαντά: Δεν ήρθε ίσως ακόμη η ώρα. Η ελληνική επανάσταση του 21 έδωσε δυο μεγάλα ονόματα τον Σολωμό και τον Κάλβο. Μετά, η αναγεννητική πορεία του έθνους που άρχισε μετά τον πόλεμο του 1897, μας έδωσε τον Παλαμά. Η Μικρασιατική καταστροφή έδωσε τον Σεφέρη.
Τον Καβάφη ποιος τον έδωσε; “Ίσως μια καίρια συμπύκνωση της ελληνικής ιστορίας”, συμφωνούμε και οι δυο. Βλέπει την εποχή του μέσα από κορυφαία γεγονότα του παρελθόντος. Ένα από τα πλέον σημαντικά του ποιήματα είναι το Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X. Ας μην βιαζόμαστε λοιπόν… Εγώ όμως βιάζομαι να επιστρέψω στο ξενοδοχείο, να πακετάρω και να προλάβω την πτήση προς τη Λάρνακα. Τον ασπάζομαι, με ασπάζεται. Δεν ξέρω αν, πότε και που θα τον ξαναδώ. Αισθάνομαι όμως ότι μια αόρατη κυλιόμενη γέφυρα πάνω στην οποία χορεύουν, άλλοτε άτακτα και άλλοτε συγκροτημένα, ανέστιοι, άγραφοι μα και ειπωμένοι, στίχοι, μας ενώνει.
Α, μου νεύει. Δεν μιλήσαμε καθόλου για την Κύπρο. Έχω κατέβει στο νησί 3-4 φορές, έχω απαγγείλει και έχω γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους. Η κυπριακή ποίηση ανήκει στον ευρύτερο ελληνικό κορμό, συνδέεται άμεσα με την ελλαδική διατηρώντας τις δικές της ιδιαιτερότητες. Η Κύπρος είναι μεγάλος καημός για τον ελληνισμό. Θυμάμαι, όντας μαθητής, να συμμετέχω σε συλλαλητήρια υποστήριξης του Αγώνα. Έγιναν πολλά λάθη. Και από τον Μακάριο.
“Ελπίζω”, η τελευταία του λέξη πριν χαθεί μέσα στο πλήθος.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

"...Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΜΕΝΟΣ...."

Ο ποιητής είναι χαμένος. Πάντα ψάχνει ένα καταφύγιο. Ένα ερημικό καφενείο. Μια καταστροφική σχέση. Έναν άγνωστο προορισμό. Δεν έχει τίποτα. Δεν θέλει να έχει τίποτα. Μόνο τις λέξεις του και τους δαίμονές του. Επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Στην αυτοεξορία του. Και φεύγει ξανά. Αλλά κάποιος (που δεν θυμάμαι πια) το είπε ακριβέστερα από αυτό που προσπαθώ εγώ και δεν μπορώ. Είπε, λοιπόν: «Οδοιπορώ, και την αιώνια στάση επιθυμώ, που την οδοιπορία επιθυμεί».
Έζησα τα ηρωικά χρόνια της μεταπολίτευσης στην Αθήνα, στα σωθικά της πόλης. Σ’ ατέρμονους έρωτες, ατέλειωτα μεθύσια, άγριες διαδηλώσεις, γράφοντας ακατανόητα ποιήματα, δουλεύοντας τις χειρότερες δουλείες, ουρλιάζοντας στους δρόμους… Ο ποιητής έχει την φυγή και την έκρηξη μέσα του. Την εξέγερση. Είναι από τη φύση του αναρχικός κι ανυπότακτος.

Όσοι κρατηθήκαμε όρθιοι αυτή τη περίοδο, όσοι είδαμε τους φίλους μας να πέφτουν
από μπαλκόνια, να τους σέρνουν στις φυλακές, να φεύγουν περήφανοι για πάντα, όσοι έχουμε να πούμε ακόμα λίγες λέξεις, να περνάμε με το κεφάλι ψηλά τους ίδιους δρόμους, να πίνουμε στα τελευταία καταγώγια με τους εναπομείναντες συντρόφους. Όσοι αντέξαμε με τεράστιο κόστος. Να ξέρετε, κύριε Λέκκα, πως δεν περιμένουμε τίποτα παραπάνω από μια ζεστή αγκαλιά κι ένα θύλακα αντίστασης.
Ο ποιητής έχει παντού φίλους. Υπάρχει στις καρδιές των άλλων. Είναι μόνος του και δεν είναι. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχει συναντήσει ποτέ και εν τούτοις είναι μαζί τους. Είναι αθώος, εν τέλει. Πως να το πω πιο απλά… Είναι ένας αδέκαρος που πληρώνει τα χρέη των άλλων..."

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΠΛΗΓΕΙΣΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ/ΓΥΜΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ



«…..Κάθε φορά που πάεις να πείς πάει σώθηκε η ποίηση θα βγει κάποιος να σε διαψεύσει. 
Κάθε φορά που απελπίζεσαι θα βγει η ποίηση να σου θυμίσει ότι δεν απελπίστηκες αρκετά. 
Οταν ένας ποιητής σου θυμίζει κάτι που δεν ήξερες τότε εποίησε. 
Οταν σε κάνει να σταματήσεις και να σκεφτείς τότε ανακεφαλαιώνει τον κόσμο. 
Οταν ένας ποιητής σου επιτρέπει τότε εκείνος παραμένει όμηρος και εσύ ελευθερώνεσαι. ….
Αυτά ανέγνωσα από τον Γιώργο Χριστοδουλίδη και έτσι τα γράφω»
 
Δρ  ΝΙΚΗ ΚΑΤΣΑΟΥΝΗ, συγγραφέας, θεωρητικός της τέχνης




                                                                     Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
 
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968 και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας και εργάζεται ως δημοσιογράφος στη Λευκωσία.
Έχει εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: Ένια,Ατέλεια, Λευκωσία 1996, Α' Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη· Ονειτροτριβείο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2001, Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης και στα βουλγαρικά εκδόσεις Πλάμικ, Σόφια 2011· Εγχειρίδιο Καλλιεργητή, Γκοβόστης, Αθήνα 2005· Το Απραγματοποίητο, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, μικρή λίστα των υποψηφίων για βράβευση με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Δρόμος μεταξύ Ουρανού και Γης, Φαρφουλάς, Αθήνα 2013, μικρή λίστα των υποψηφίων για βράβευση με το κρατικό βραβείο ποίησης.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ελληνόφωνα και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά. Έλαβε μέρος σε σειρά διεθνών ποιητικών συναντήσεων.







Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ - RAINBOW

   
Χιόνια στη Μόσχα
και στην Αθήνα αναπάντεχη ηλιοφάνεια.
Σποραδικές βροχές στην Πράγα
και στο Κάιρο αμμοθύελλες.
Στη Λευκωσία ασυνήθιστες για την εποχή
ψηλές θερμοκρασίες
τη νύχτα, αστροφεγγιά μουγγή.
Στη Βαγδάτη και σήμερα καιρός άστατος.
καταιγίδες, αστραπόβροντα κι οχλοβοή.
Τη νύχτα λαμπαδιάσματα και πρόσωπα ακροπενθή.
Με έξυπνους ακρωτηριασμούς γιατρεύονται οι ακροπαραισθησίες.
Το ουράνιο τόξο αφοπλίστηκε.
Του αφαιρέθηκαν τα βέλη και επιδιορθώθηκε η καμπυλότητά του
μην εκληφθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής.



Rainbow

Snow in Moscow.
Unexpected sunlight in Athens.
Sporadic rain in Prague
and sandstorms in Cairo.
In Nicosia, unusually high temperatures
at night, a speechless starlight.
In Baghdad, the weather is yet again stormy.
Gales, thunderclaps and uproar.
At night, blazing all around and forlorn faces.
It takes clever mutilations
to heal limb-illusions.
The rainbow has been disarmed.
All bows have been removed and
its bend mended,
lest it was misperceived for a weapon of mass destruction.

Γιώργος Χριστοδουλίδης, Εγχειρίδιο Καλλιεργητή, Γκοβόστης, 2005

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

ΑΛΕΤΡΙ (LA CHARRUE) , ΥΦ ΜΠΟΝΦΟΥΑ

Υφ Μπονφουά
Πέντε η ώρα.
Χιόνι και πάλι.
Ακούω φωνές
στο μπροστινό μέρος του κόσμου.
Ένα αλέτρι φεγγάρι
λάμπει στην τρίτη γειτονιά,
μα το καλύπτει η νύχτα
με μια πτυχή του χιονιού.
Και το παιδί
έχει όλο το σπίτι δικό του τώρα.
Από το ένα παράθυρο στο άλλο περνά.
Πιέζει τα δάχτυλα πάνω στο τζάμι.
Σταγόνες σχηματίζονται εκεί, όπου παύει
να σπρώχνει προς τον ουρανό την ομίχλη που πέφτει. 



------------------------------------------------------

Cinq heures. La neige encore. J’entends des voix
À l’avant du monde.
Une charrue
Comme une lune au troisième quartier
Brille, mais la recouvre
La nuit d’un pli de la neige.
Et cet enfant
A toute la maison pour lui, désormais. Il va
D’une fenêtre à l’autre. Il presse
Ses doigts contre la vitre. Il voit
Des gouttes se former là où il cesse
D’en pousser la buée vers le ciel qui tombe.
`

μετάφραση: Ανδρονίκη Δημητριάδου