Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΓΕΝΕΩΝ



Ηταν μια βραδιά γεμάτη εκπλήξεις μέσα στην ποίηση η 19η Μαρτίου 2018. Η κατάμεστη αίθουσα της επιβλητικής Πύλης Αμμοχώστου, ασυνήθιστα κατάμεστη για "το καταφύγιο που φθονούμε".
Η ριψοκίνδυνη απόπειρα, του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, να φέρει μαζί σε μια δοκιμή συνύπαρξης 10 διαφορετικές ποιητικές φωνές από τις μακρινές σαν χώρες και κοντινές σαν γειτονιές, γενιές της ποίησης μας. Ο νέος Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού που χθες έγινε πιο πολύ "και Πολιτισμού" παραμένοντας μέχρι το τέλος τέλος, και κυρίως ακούγοντας, ενώ οι προκάτοχοι του είτε δεν έρχονταν είτε έφευγαν στα 15 λεπτά. Ας παραμείνει έτσι.
Η πιανίστρια Γιούλια Ονησιφόρου και ο 14χρονος φλαουτίστας Alexander Korzni
kov που έθελξαν.
Και το κρασί αναπάντεχα καλό και οι μικρές παρέες που σχηματίστηκαν μετά.
Αλλά πρωτίστως:
η Αλεξάνδρα Γαλανού με την νοηματική της απλότητα
ο Παναγιώτης Νικολαϊδης και οι ήρεμες συναισθητικές του βυθίσεις
Ο Χρήστος Μαυρής με τους δαίμονες και τα σκοτάδια του
O Gurgene Korkmazel με τη λυρική του διαπεραστικότητα και την "κατάρα της λεηλασίας" του
ο Μάριος Αγαθοκλέους και η παράφορη εκφορά του πάθους του
Η Στέλλα Βοσκαρίδου με την ορμή μιας ποίησης που ανατέλλει καθηλωτικά
η Ρωξάνη Νικολάου με τη λεπτότητα των στίχων της σαν ίχνη που βαθαίνουν μετά το πάτημα
Ο Γιώργος Καλοζώης και οι φανταστικοί του κόσμοι, οι μεγαλειώδεις του συνευρέσεις ζωντανών, νεκρών, πετούμενων και αγριμιών

ο Λεύκιος Ζαφειρίου και η νοσταλγική του διάθεση για μια Κύπρο που έγινε χάραγμα και αποτύπωμα και ο Κώστας Βασιλείου με την ποιητική του περκαλλοσύνη και τη σπάνια-μέσα στη νεότητα των 79 τόσων χρόνων του- γενναιοδωρία προς τους ηλικιακά- και μόνο- νεότερους...

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ "Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ"

 ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι
μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι καθηκόντως παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος
ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά
οι νυχτερίδες – αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά το ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μες στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο
κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.
 

ΤΟ ΚΑΦΕ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπύρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;




ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ

Ταξιδεύοντας στον δρόμο Κοιλανίου-Αμιάντου
βλέπω ξαφνικά
καβάλα στο γαϊδουράκι του
τον κύριο Κώστα
τον παππού μου
η ώρα πέντε του χαράματος.
Πού πάς παππού; τον ρωτώ
Κυριακή ημέρα
το μεταλλείο είναι κλειστό
δεν γίνεται η ανάγκη να σε πηγαίνει πάλι στη δουλειά.
Τα ίχνη των βημάτων του
πολλών ετών θαρρώ
βυθίζονταν ανεξήγητα στην άσφαλτο
τον ακολούθησα με πόθο βαθύ
τρυπημένο από νοσταλγία αιχμηρή
να τον κουβεντιάσω ήθελα
τώρα που τον συνάντησα
με κοιτάζει όμως παράξενα
δεν αποκρίνεται στις εκκλήσεις μου
παρά μόνο προχωρά.
Είμαι ο άγγονας σου, παππού
τα σκαμμένα χέρια σου
με κράτησαν κάποτε σφικτά
σε αυτόν τον κόσμο
χωρούσα ολόκληρος μες στις χούφτες σου
τις αργίες
με πήγαινες στον κινηματογράφο
πηδούσα κρυφά μέσα στο έργο
και επέστρεφα
λίγο πριν ξυπνήσεις
αποκαμωμένος συ από τη σκληράδα των ημερών σου
συγχώρα με
δεν θυμούμαι ούτε μια ταινία πια
θερμομετρούσες μέσα μου τον πυρετό
με τα πόδια στον γιατρό για τα φάρμακα
μέσα στ’ αγιάζι
τις νεροποντές
δεν έμαθες ποτέ σου ποδήλατο
πάνω σε πέτρες κύλησε η ζωή σου
από καιρό σε κατάλαβα
δεν ήξερες πέραν της αγάπης
πώς την αντλούσες; Από πού;

Έβλεπες χορδές να παίζουν
δίχως ήχο
μεγάλη χωματερή η υπομονή
χωράει όλο το σκουπιδαριό του κόσμου.
Δεν χαίρεσαι που με θωρείς, παππού;
Τον ρώτησα.
Συνέχισε ατάραχος τον δρόμο του.
Πες μου πώς γίνεται
εσύ στους ζωντανούς να βρίσκεσαι
σε θάψαμε γρήγορα
ήταν Μάης
πώς να σε περιφέρουμε
μέσα σε ανθισμένους κήπους;
Κοντοστάθηκε τότε
κάτι μουρμούρισε δίχως ν’ ακούσω
(σαν θλίψη χωρίς το σχήμα των λέξεών της)
και προχώρησε σκυφτός
έτρεξα ξωπίσω του
ήθελα να τον αγκαλιάσω
αν και ήξερα ότι τα απέφευγε όλ’ αυτά
οι αγκαλιές δεν είναι για τους άνδρες,
μου έδειχνε.
Δεν τον προλάβαινα.
Περπάταγε ανάλαφρα
πέραν απ’ το ταχύ ή το αργό
δοκιμασμένος καιρό στο βασίλειο της σιωπής
τον έχανα, γινόταν σκιά ασύλληπτη
ενώ εγώ από κάπου αιωρούμουν
σαν στοιχειό.
Κοίταξα γύρω μου
ξέβαφαν τα χρώματα
το τοπίο πίσω απ’ του Τροόδους τα βουνά
μαβί πηχτό, μολύβι
πανδαισία από στάχτη
έσμιγε όλη την απελπισία
σε τερατούργημα αποχρωματισμένο
έβγαλα τότε μακρόσυρτη κραυγή
που κατάλαβα
πως κανείς δεν μαθαίνει
ότι επέθανεν.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

ΕΠΤΑ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 
 Δυο κυρίες στην παλιά Λευκωσία

Tις Κυριακές
χαμηλότερα από τη ψαλμωδία του Ιμάμη που αγκιστρώνεται σαν σκέπαστρο στον αέρα
γηραιές κυρίες εξέρχονται από τα μνημόσυνα κρατώντας πιάτα με κόλλυβα.
Τα μοιράζουν
όχι μόνο σε κοντινούς
αλλά και σε περαστικούς
που δείχνουν περισσότερο να πεινούν
παρά κάποιο ενδιαφέρον
για τα τελετουργικά.
Δυο τέτοιες κυρίες
την ώρα που ο συρμός
πολλών παράξενων ανθρώπων σκορπίζεται
στα οφιοειδή σοκάκια
πλησιάζουν προς το μέρος μου
“όχι, όχι την άλλη Κυριακή, δεν θα είμαι,
θα λείπω”
λέει η μια περήφανα
σαν να είναι ό,τι πιο σημαντικό της συνέβη
τον τελευταίο καιρό.
«με προσκάλεσαν,
με προσκάλεσαν πολλές φορές
και τελικά δέχτηκα».
Το λέει αργά επισυνάπτοντας στην κάθε λέξη
μια παύση θριάμβου
το λέει υπογραμμισμένα
σε απόσταση αναπνοής
από το πρόσωπο
της αγαπημένης της φίλης.
***
Τα Σάββατα που έφυγαν

Τα Σάββατα μου τότε
είχανε χρώμα διαφορετικό.
Και οσμή από νιότη.
Ο ήλιος ανάτελλε πιο δυτικά.
Τα μεσημέρια
έβαζα στα φτερά μου αργίλιο για να αντέχουν.
Bάραιναν όμως και έπεφτα
έχω σπάσει ξένοιαστος χέρια και πόδια.
Εδώ και καιρό δεν πετώ.
Τα Σάββατα μου τότε
είχανε χρώμα διαφορετικό.
Σήμερα είναι πάλι Σάββατο
Κοιτώ τους φοιτητές στην καφετέρια
από το παράθυρο του τρίτου ορόφου
καπνίζοντας.
Μια χαριτωμένη
με τη συνοδεία μελωδικής μουσικής
σαν μπαλαρίνα
κραδαίνει με χάρη στην άκρη των δακτύλων της
ένα κομματάκι
το βάζει στο στόμα της
και υποθέτω το μασά.
Το κομματάκι κυλά βαθιά
μες στον λαιμό της.
Μετά
γυρίζει την πλάτη της προς εμένα
κι είναι σαν να με βλέπει.
***
Ανάσταση

Πήγαμε και χθες σε κηδεία
και ήταν υπέροχα.
Οι μαυροφορεμένοι
μαυροφορεμένοι
οι περισσότερο πενθούντες
οι ελαφρώς θλιμμένοι
οι σοβαροί με τα μαύρα γυαλιά
οι καθηκόντως παρευρισκόμενοι
ο παπάς με τα γυναικεία εσώρουχα
ο στρωτός δήμαρχος
ο στρογγυλός κοινοτάρχης
ο αξιότιμος βουλευτής
με τον τραπεζικό του λογαριασμό
τα μαύρα πουλιά
οι νυχτερίδες – αυτά τα θαυμάσια κατοικίδια
και ο πεθαμένος στη θέση του
ξαπλωτός με ραμμένα βλέφαρα
φορούσε το καλό του κοστούμι
γαλήνιος, μέχρι την ώρα
που το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας
πλημμύρισε ξαφνικά το ναό
μιας γυναίκας όλο ψυχή και σάρκα
μιας αχαλίνωτης γυναίκας
κατά λάθος ζωντανής μες στους νεκρούς
έκανε να σηκωθεί ο πεθαμένος
αλλά κανείς δεν του άνοιγε το φέρετρο
κανείς περίλυπος
δεν άνοιγε το φέρετρο στον πεθαμένο.
***
Δυο αγαπημένοι

Tης κράταγε το χέρι
και περπατούσανε, πρωί απόγευμα.
Εκείνη λεπτή στα όρια της ύπαρξης
εκείνος φαλακρός, μικρόσωμος.
Έμοιαζαν καμωμένοι ο ένας για τον άλλο
όταν έβγαιναν από το σπίτι τους για τον περίπατο
τα χελιδόνια άφηναν τη φωλιά τους
για να δείξουν ότι είναι κι εκείνα μαζί.
Δεν θα το φανταζόμουν ποτέ
πως κάποιοι που έχουν περάσει τα πενήντα
κάπου εκεί
μπορούν να μοιράζονται ακόμη τόσο χρόνο
χωρίς να βαριούνται και να σουρώνουν.
Έτσι μια φορά που τον είδα από μακριά
σε κάποιο παγκάκι να χαϊδεύει τα μαλλιά μιας ξανθιάς
ήμουν βέβαιος ότι έφταιγε το πολύ κλάμα
που έκαμα μικρός
η τάση μου να βλέπω πράγματα που δεν υπήρχαν.
Τώρα όμως δεν ξέρω ποια από τις δυο εικόνες είναι αληθινή.
***
Ταχυπαλμία

Όποτε με πιάνει ταχυπαλμία
με κυριεύει ένας φόβος
ότι κάτι κακό θα μου συμβεί
όμως προχθές
που έφτασα τους 200 παλμούς
την ώρα που ξεντυνόσουν
την ώρα που ξεντυνόσουν για μένα
δεν φοβήθηκα καθόλου.
***
Σε κάποιο σκοτάδι της κόλασης

Κάθομαι γυμνός στο παγκάκι της κόλασης
και είναι νύχτα
όμως το σκοτάδι δεν μ αγγίζει.
Κάθομαι φωταγωγημένος από πυρσούς έκπτωτων αγγέλων
στο παγκάκι της κόλασης
επειδή μπορώ πια και να παίξω με τους δαίμονες
και να τους στριμώξω προσωρινά
μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα.
Είμαι γυμνός
αλλά στολισμένος ταυτόχρονα
-σαν επιτάφιος
και σχεδόν θαρραλέος
για κάποια λεπτά.
***
Απόπειρες

Τα ποιήματά μου γράφονται
μέσα από πολλές ανεπιτυχείς απόπειρες.
Απόπειρες εξαντλητικές και ατελέσφορες.
Περπατώ σε ένα πανάρχαιο δρόμο
ένα δρόμο κατασκότεινο
που ξαφνικά ένα τεράστιο φανάρι τον φωταγωγεί.
Και τότε μόνο βλέπω καθαρά
το σκοτάδι.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

ΣΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ - ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ

Τρία ποιήματα που απάγγειλα με μετάφραση στα αγγλικά



ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΗ ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περίεργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

Από την ποιητική συλλογή “Ονειροτριβείο”, 2001


PARISIAN MIRAGE

A parade in Paris; so unexpected.
We were heading for Notre-Dame.
Gold-red uniforms of spearmen;
horses’ feces in the streets.
Love-couples kissing.
La Seine, a worn-out affirmation.
Tourists looking for the right place.
Souvenirs and curious queues of curious people.
The bells will soon toll
and according to schedule
Quasimodo will take a leap in space
so warmly applauded.

From the poetry collection DREAM-MIILL, 2001


ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Συναντιόμαστε τυχαία μια-δυο φορές τον χρόνο
χθες με είδε στην υπεραγορά την ώρα που διάλεγα
ντομάτες.
Με ρώτησε πάλι πώς πάει η μεγάλη μου κόρη
– Είναι γιος, και τώρα σπουδάζει, Ανδρέα.
– Α, ναι.
Παύση.
– Είναι καλά;
– Καλά.
Κάθε φορά η ίδια κουβέντα
πάνω από φθαρτά που σάπισαν
στην πόρτα του κουρείου ονομάτων
στο συνεργείο αλλαγής ποδιών
στις ουρές των στεγνών ανέργων
στους πεζοδρόμους των ζαρωμένων
στα χαρακώματα της πόλης
– Σκύψε Ανδρέα, όχι, όχι υπόκλιση
απλώς σκύψε.
Είναι παράξενο πώς ένας άνθρωπος
μπορεί να θυμάται λάθος πάντοτε το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξα κι ένα τρέμουλο στα χέρια του
που επιδέξια έκρυβε κρατώντας σφικτά το καροτσάκι.
Κάνω ό,τι μπορώ να τον αποφύγω
όμως η επιμονή του να κοινοποιήσει την αμηχανία του
είναι ανίκητη.
Μια μέρα του έπεσε το κεφάλι
τρέχαμε να το προλάβουμε
στον κατήφορο.
Όταν πλήρωσα τον επόμενο εκδότη
και κυκλοφόρησα το έκτο μου βιβλίο
του το ταχυδρόμησα σε άγνωστη διεύθυνση
βέβαιος ότι με κάποιο τρόπο θα το παραλάμβανε.
Βρεθήκαμε πάλι μετά από χρόνια
στις δημόσιες τουαλέτες
για ένα κατούρημα επί πληρωμή.
«Πώς πάει η κόρη σου;
Σπουδαίο το ποίημα σου για εκείνον τον τύπο.
Απίθανος εκείνος ο τύπος,
ποιος είναι;»

από την ποιητική συλλογή Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, 2016


ANDREAS DOE

We meet randomly once or twice a year
Only yesterday he saw me at the supermarket picking
tomatoes.
And again he asked how my eldest daughter was.
- A son, Andreas, now a student.
-Right, right.
Brief pause.
- Is he alright?
- He’s fine.
The same chat each and every time
over groceries gone bad
at the door of the clipper of names
the repair shop for replacement of limbs
in the queues of dry jobless people
the pavements of the shrunken
the trenches of the cityLean forward Andreas, no, don’t take a bow
just lean forward.
Strange how someone
can always remember the same thing wrong.
I noticed a slight tremor in his hand
though skillfully he tried to hide it by clinging onto the shopping cart.
I do my best to avoid him
but he persists on sharing his embarrassment.
You can’t beat that.
One day he dropped his head
We ran to catch it
downhill.
When I paid the next publisher
to bring out my sixth book
I mailed it to an address unknown
certain he would receive it somehow.
Years later we met again
in the public toilets
paying for a pee.
“Say, how’s your daughter?
Loved your poem about that guy.
I can’t believe that guy!
Who is he?”

From the poetry collection AFFECTED AREAS (RAW TALES) 2016


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.

Από την ποιητική συλλογή Πληγείσες περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, 2016


STORIES YOU COMPREHEND
MUCH LATER

Each noon in the parking lot of the block of flats
a policeman would chase after us ablaze
in his shorts
and the orchard owner.
The first bedamned us for playing ball
and ruining his siesta
he’d grab a wooden stick and rush down
to beat the crap out of us.
The second would howl incomprehensibly
a brute
certain he would catch us
red handed stealing fruit from his trees.
But we were more ablaze than them.
And faster.
It took me years
to suspect
that perhaps more than us
they hated our laughter
and that
power and ownership
have no love for children.

From the poetry collection AFFECTED AREAS (RAW TALES) , 2016

translated from the Greek by Despina Pirketti

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ: Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ

Ένα γνωστό και σύνηθες φαινόμενο της ψευδοδημοκρατίας μας είναι, δυστυχώς, η έντονη αντίδραση του κυρίαρχου Συστήματος σε οποιαδήποτε αυθόρμητη και, κυρίως, ελεύθερη κίνηση ή έκφραση. Κι αυτό γιατί το Σύστημα επιμένει με πείσμα να αναπαράγει και να συντηρεί την αυτοεικόνα και τη δομή του πάση θυσία, διαστρεβλώνοντας και ισοπεδώνοντας, χωρίς κανένα ενδοιασμό, οποιαδήποτε ειλικρινή και δημοκρατική θέση ή αντίθεση, χαρακτηρίζοντάς την σκοπίμως ως συμφεροντολογική, μεμονωμένη, αβάσιμη, συμπτωματολογική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συμπτωματολογική πρόσληψη της παρρησίας (ότι δήθεν δεν λέει την αλήθεια, ότι εκφράζει ως σύμπτωμα την ιδιαιτερότητα και τα άρρητα σύνδρομα, π.χ. την εσωτερικευμένη απόρριψη του ομιλητή) λειτουργεί θεραπευτικά, εν προκειμένω, για την πληγωμένη μυθολογία του κυρίαρχου. Η αστυνομία, με άλλα λόγια, δεν δέρνεται· το Υπουργείο δεν αμφισβητείται.
Η τεχνοκρατική και διαστρεβλωτική,
λοιπόν, απάντηση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών στη δήλωσή μας κατά του τρόπου λειτουργίας του θεσμού των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας, ήταν, ως εκ τούτου, αναμενόμενη και απέδειξε, δυστυχώς, για ακόμη μια φορά ότι το Σύστημα δεν εστιάζει στον δημοκρατικό διάλογο, την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό, αλλά στρέφεται με μένος κατά των ελεύθερων φωνών και ανθρώπων που καταθέτουν ότι ο βασιλιάς περιφέρεται στους δρόμους ολόγυμνος. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το αόρατο και πανίσχυρο ένδυμα του βασιλιά είναι το ίδιο το Σύστημα, το οποίο θερίζει σαν στάχυα όσους ανυπότακτους σπάζουν τη σιωπή και αρθρώνουν ελεύθερη, κριτική σκέψη.
Πιο συγκεκριμένα, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες κάμνουν ότι εξιππάστηκαν, ότι εππέσαν που τα σύννεφα, ότι εν εξανακούστηκεν ποττέ, τέλος πάντων, ότι ο θεσμός των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας νοσεί. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με αυτές, όλα στον θεσμό λειτουργούν τέλεια, όλα πηγαίνουν πρίμα, όλα είναι αρμονικά πλασμένα και ιδανικά, εκτός φυσικά από τέσσερεις βέβηλους, φιλόδοξους και υπερφίαλους αιρετικούς που φωνάζουν έξω από τα τείχη, δημιουργώντας «ένα θλιβερό πνευματικό σκηνικό [καρκασιαλλίκκιν] που δεν υποβοηθεί τον ίδιο τον θεσμό» ούτε «προωθεί ένα γόνιμο διάλογο» για το θέμα. Η πιο πάνω θέση καταδεικνύει, κατά την άποψή μας, περίτρανα ότι οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες δεν επιθυμούν στην πραγματικότητα ένα δημοκρατικό διάλογο για τον εκσυγχρονισμό του κρατικού θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων. Αντίθετα, επιθυμούν το στρουθοκαμηλίζειν και το κραυγάζειν «Ζήτω ο Βασιλιάς» για ευνόητους λόγους.
Η δε κροκοδείλια επίκλησή τους για «γόνιμο διάλογο» ως ρυθμιστικού ιδεώδους, δεν επιδιώκει στην πραγματικότητα τίποτε άλλο παρά να διασφαλίσει τη δική τους κατεστημένη οπτική έναντι, φυσικά, κάθε καινούριου λόγου που εκφράζει διαφωνία και επανακαθορίζει την έννοια του διαλόγου ως αγώνος. Ο διάλογος, με άλλα λόγια, που επιδιώκουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι με κανένα τρόπο αναπαραγωγικός ή δουλοπρεπής, όπως, ίσως, θα ήθελαν οι αρμόδιοι. Αντίθετα είναι αγωνιστικός, παράγει διάκενα μέσα στα οποία μπορεί να αναπνέει η διεκδίκηση για το καινούργιο· επιφέρει, τέλος, ρωγμές στην ολοποιητική και μονοπωλιακή ρύθμιση του κατεστημένου νοήματος, για να μπορέσει, επιτέλους, να ανανεωθεί η συζήτηση και να φωτιστεί διαφορετικά το θέμα. Ο «γόνιμος διάλογος», από την άλλη, που δήθεν επικαλούνται οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες αποτελεί στην πραγματικότητα ένα οξύμωρο ιδεολόγημα της ποιμαντορικής εξουσίας, με το οποίο επιχειρείται η δαιμονοποίηση της γόνιμης παρέκκλισης ως μιαρούς απόκλισης και κατ’ επέκταση η παρεμπόδιση της αλλαγής και ο ευνουχισμός του καινούριου.
Όπως είναι γνωστό, εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για έναν υγιή διάλογο γύρω από το φλέγον ζήτημα του εκσυγχρονισμού του θεσμού των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας είναι πρώτα ο εντοπισμός και η παραδοχή του όποιου προβλήματος ή δυσλειτουργίας του. Εμείς με παρρησία το πράξαμε αυτό. Πώς, λοιπόν, οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες προσποιούνται από τη μια ότι δήθεν προσδοκούν ένα δημοκρατικό διάλογο, ενώ από την άλλη όχι μόνο δεν παραδέχονται, αλλά αποκρύβουν σκοπίμως τα κακώς έχοντα του συγκεκριμένου θεσμού; Το πιο πάνω ατόπημα εγκλωβίζει, κατά τη γνώμη μας, τους αρμοδίους σε σοφιστικές αντιφάσεις, καθώς διαιωνίζει εν τέλει την απαράδεκτη στάση τους να αντιμετωπίζουν τον συγκεκριμένο θεσμό εξουσιαστικά, ως το ‘χωραφούιν’ τους ‘τζαι σε όποιον αρέσκει ρε κοπέλια…’. Και, βέβαια, τα λεκτικά πυροτεχνήματα, καθώς και η τεχνοκρατική και απρόσωπη ορολογία που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο εκτός από το ότι και οι ίδιες αποτελούν μέρος του προβλήματος. Έτσι λοιπόν, αφού όλα σύμφωνα με αυτούς βαίνουν καλώς, αφού όλα σχετικά με τον θεσμόν τους ‘πάσιν ρολόιν’, το μόνο πρόβλημα είναι, φυσικά, η λόξα τεσσάρων λογοτεχνών, οι οποίοι ‘ήρταν ακάλεστοι’ και αντιδρούν με «ανυπόστατους, αυθαίρετους ισχυρισμούς» και προπαντός «με ανειλικρινείς προθέσεις», γιατί δεν πήραν, τελικώς, βραβείο.
Το θέμα, λοιπόν, του timing, τού «Γιατί τώρα;». «Επειδή δεν το πήρατε;» (η «εύλογη» υπόνοια) που τίθεται πονηρά, αποτελεί και πάλι apriori ψευδοζήτημα, το οποίο επιχειρεί να συσκοτίσει παρά να φωτίσει το όλο θέμα. Μα, άλλες φορές το πήραμε, και άλλες φορές πάλι δεν το πήραμε! Άρα! Εξάλλου, με την προηγούμενη δήλωσή μας, αυτοαποκλειστήκαμε στο διηνεκές  από τις βραβεύσεις, προφανώς, γιατί δεν μας ενδιαφέρουν έτσι όπως προκύπτουν και γιατί δεν είναι αυτό, τελικά, το ζητούμενο. Απλούστατα, το timing το έφερε η συγκυρία και ο χρόνος, μέσα από την κατά συρροήν συσσώρευση των ειδεχθών κρουσμάτων μιας νοσηρής κατάστασης στην καρδιά του δημόσιου θεσμού. Το ουσιαστικό ερώτημα, αντίθετα, που έπρεπε να τεθεί, είναι το εξής: γιατί έως τώρα δεν έχει εγερθεί από κανέναν – θεσμό, φορέα ή άτομο, συλλογικά, δημόσια και συγκροτημένα – το μείζον ζήτημα της δυσλειτουργίας του θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων, ενώ θα έπρεπε, αφού όλοι οι παροικούντες τη ‘λογοτεχνική’ Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας; Μήπως, άραγε, επειδή οι συγκεκριμένοι (εμείς δηλαδή), δεν ενδιαφέρονται για τις προσωπικές τους βραβεύσεις; Αν θα είμαστε, λοιπόν, υπόλογοι για κάτι, ας είμαστε γι’ αυτό.
Απολογούμαστε, επίσης, στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες που δεν τεκμηριώνουμε με αδιάσειστα στοιχεία τα όσα λέγονται πίσω από τους τέσσερεις τοίχους των συνεδριών της επιτροπής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας. Δεν έχουμε προμηθευτεί με κοριούς και είμαστε όλοι λιγάκι μεγαλόσωμοι για να κρυφτούμε πίσω από κουρτίνες. Είναι ηλίου φαεινότερο, ωστόσο, ότι η κάθε επιτροπή κρίνεται, πρωτίστως, από τα αποτελέσματα που ανακοινώνει, τα οποία, όπως έχουμε επισημάνει στην προηγούμενη δήλωσή μας επιθέτουν μια θεσμική βράβευση σε μέτρια, τις περισσότερες φορές, ή ακόμη και χαμηλής αισθητικής στάθμης λογοτεχνικά έργα. Έτσι, με την απρόσωπη σφραγίδα του κύρους και την υποτιθέμενη απόφανση του αντικειμενικού που μεταφέρουν, αποπροσανατολίζουν ουσιαστικά το αναγνωστικό κοινό και προβάλλουν, εν τέλει, μια στρεβλωμένη εικόνα της ντόπιας παραγωγής. Αφού, όμως, αυτό το μείζον ζήτημα δεν ενδιαφέρει πάλι στην πραγματικότητα τους αρμοδίους, εκείνο που ίσως τους προβληματίσει στο μέλλον είναι ότι κάποια μέλη των επιτροπών παραμιλούν και μέσα και έξω από την αίθουσα και ότι η αθυροστομία τους π.χ. «φέτος το κρατικό βραβείο ποίησης θα το πάρει ο τάδε» ή «δεν είναι ανάγκη να διαβάσουμε όλα τα υποψήφια βιβλία» διαδίδεται εύκολα. Όπως, επίσης, εύκολα διαδόθηκαν σχόλια για προειλημμένη απόφαση Ελλαδιτών μελών της Επιτροπής πριν από μερικά χρόνια (η οποία ναυάγησε μετά την έκθεσή της ως γκάφα) να βραβευτεί με το βραβείο «Ταξιδιωτικού» αποικιακό ταξιδιωτικό της μέσης περιόδου της αγγλικής κυριαρχίας, το οποίο είχε μεταφραστεί στα ελληνικά και συσκευαστεί ως «νέο» (από τη σκοπιά του ηγεμονικού ελλαδικού βλέμματος, η υπεροψία του Εγγλέζου ‘εκπολιτιστή’ και η οριενταλιστική ερμηνεία της Κύπρου και των Κυπρίων έγιναν τότε αντιληπτά από την επιτροπή ως «κριτική ματιά»).
Όσον αφορά, τέλος, στη  μομφή ότι καταγγέλλουμε χωρίς να προτείνουμε λύσεις και, επομένως, ότι δεν προάγουμε τον υγιή διάλογο για τον εκσυγχρονισμό των βραβείων, απαντούμε ξεκάθαρα ότι δεν είμαστε πολιτιστικοί λειτουργοί, τεχνοκράτες ή εντεταλμένοι του Υπουργείου Παιδείας για να εκσυγχρονίσουμε τον θεσμό ή να βρούμε λύσεις στα προβλήματά του. Έχουμε, βεβαίως, πολλές σκέψεις και απόψεις, μερικές από τις οποίες καταθέσαμε στην προηγούμενή μας δήλωση, όπως π.χ. την ανάγκη καθορισμού συγκεκριμένων λογοτεχνικών κριτηρίων, την κατάρτιση της επιτροπής με μέλη που θα κατέχουν τη δέουσα θεωρητική εξάρτυση και στοιχειώδη γνώση των σύγχρονων λογοτεχνικών τάσεων διεθνώς, απόψεις οι οποίες αγνοήθηκαν, φυσικά, σκοπίμως από τους αρμοδίους. Και τέλος, για να μην υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κρύψει τις πραγματικές προθέσεις των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, που είναι, βέβαια, να κουκουλώσουν το θέμα, δηλώνουμε πρόθυμοι στο μέλλον να καταθέσουμε και άλλες συγκεκριμένες προτάσεις που θα βελτιώνουν και θα ενισχύουν τον θεσμό, μόνο στην περίπτωση που αυτές παραδεχθούν, επιτέλους, ότι ο θεσμός νοσεί και ανοίξουν ένα δημοκρατικό διάλογο επί του θέματος.
Κάτι, βεβαίως, που ποτέ δεν είχαν ή έχουν πραγματικά πρόθεση να πράξουν. Συνηθισμένοι στην υπακοή και την πειθήνια στάση από μέρους των διάφορων λογοτεχνικών οργανώσεων και φορέων, που για να εξασφαλίσουν κάποια χρηματοδότηση ακολουθούν τον δρόμο της σιωπής, οι αρμόδιοι φορείς με την απαξιωτική, τόσο για τους γράφοντες, αλλά κυρίως για το συγκεκριμένο θέμα, απάντησή τους απέδειξαν ξεκάθαρα ότι δεν λογαριάζουν τίποτα και κανέναν. Και για μία ακόμη φορά αρνήθηκαν, δυστυχώς, να εισακούσουν τη γνώμη πλειάδας λογοτεχνών (έτσι έδειξε η πρόσφατη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μετά την ανάρτηση της προηγούμενης δήλωσής μας) για το πόσο ‘προωθεί’ και ‘στηρίζει’ τους λογοτέχνες η δράση τους. Σας διαβεβαιώνουμε, λοιπόν, αγαπητοί ότι δεν είμαστε τέσσερεις αιρετικοί που φωνάζουμεν. Είμαστε πολύ περισσότεροι. Ο βασιλιάς-θεσμός των λογοτεχνικών βραβείων είναι γυμνός!
Γρηγορίου Ζέλεια (ποιήτρια, πρώην μέλος κριτικής επιτροπής λογοτεχνικών βραβείων, αναπληρώτρια καθηγήτρια της θεωρίας της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Νικολαΐδης Παναγιώτης (ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, νεοελληνιστής)
Παπαδόπουλος Μιχάλης (ποιητής, δημοσιογράφος)
Χριστοδουλίδης Γιώργος (ποιητής, δημοσιογράφος)

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ:ΤΟ ΛΙΜΝΑΖΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟΥΝΕΛ

Δημόσια δήλωση των Κυπρίων ποιητών, Ζέλειας Γρηγορίου, Παναγιώτη Νικολαϊδη, Μιχάλη Παπαδόπουλου και Γιώργου Χριστοδουλίδη

 

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γνωρίζει όποιος δημοσιεύει ή αποφασίζει να εκφέρει δημόσια άποψη και ειδικότερα όταν αυτός ο κάποιος ή αυτοί οι κάποιοι αποτελούν τα μέλη της επιτροπής κρατικών βραβείων που κρίνουν και βραβεύουν κάθε έτος τη λογοτεχνική παραγωγή του τόπου είναι πως δεν υπάρχει πουθενά μια υποτιθέμενη ομπρέλα προστασίας ούτε, βέβαια, κάποιο απυρόβλητο ασφαλείας που να επιβάλλει ο ίδιος ο θεσμός. Κι αυτό σημειώνεται εμφατικά και εξαρχής, γιατί πιστεύο
υμε ακράδαντα ότι η δήθεν “αξιοπρέπεια της σιωπής” που τηρήσαμε μέχρι σήμερα συνέβαλε κι αυτή στο να οδηγηθεί ο θεσμός των κρατικών βραβείων του τόπου μας στην ασυδοσία και την παρακμή, καθώς ο κατά τα άλλα θετικός σκοπός δημιουργίας και ύπαρξής του αυτοϋπονομεύεται συνεχώς από τραγελαφικές συμπεριφορές μιας κριτικής επιτροπής που διαβάλλεται έσωθεν και έξωθεν.
H αποδοχή, με άλλα λόγια, και η τήρηση από μέρους μας μιας σιωπηρής στάσης, η οποία προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από τον βάσιμο φόβο μήπως θεωρηθεί από το λογοτεχνικό κατεστημένο ότι η οποιαδήποτε αντίδρασή μας κρύβει προσωπικά οφέλη ή λογοτεχνικές φιλοδοξίες, κρίθηκε αλλοτρίως ότι έχει συνενοχικό χαρακτήρα, αφού οδηγηθήκαμε τελικά στην εξουδετέρωση κάθε διάθεσης για βαθύτερη και αναλυτικότερη κριτική του εν λόγω άκυρου, πλέον, και σαθρού θεσμού, αφήνοντάς τον να βουλιάζει σε βρώμικα και στάσιμα νερά, να εξυπηρετεί προσωπικά και εξωθεσμικά παρά δημόσια και πνευματικά συμφέροντα και να εμπεδώνει ηγεμονίες.
Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπ’ όψιν, είναι πιστεύουμε σαφές ότι το «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» αποτέλεσε μέχρι τούδε το ηθικό θεμέλιο μιας σαθρής πνευματικής ζωής που ανα- κυκλώνει ανενόχλητη εδώ και χρόνια, με όπλο τους θεσμούς και την εξουσία, τις φοβίες, τα μικροπολιτικά και μικροπνευματικά συμφέροντα, τους ναρκισσισμούς και τις αρρωστημένες ανασφάλειές της.
Δηλώνουμε, λοιπόν, ευθαρσώς και εξαρχής ότι η παρούσα αντίδρασή μας στον θεσμό των κρατικών βραβείων δεν προκλήθηκε εν βρασμώ ψυχής από προσωπικά συμφέροντα ή από αισθήματα πικρίας ή απογοήτευσης για τη μη βράβευση των βιβλίων μας, ούτε βέβαια στρέφεται εναντίον άλλων πνευματικών δημιουργών.
Αντίθετα, εκδηλώνεται για λόγους θεωρητικούς, παιδαγωγικούς και, πρωτίστως, ηθικούς. Είμαστε, εξάλλου, και οι τέσσερις βραβευμένοι ποιητές. Η μόνη έγνοια μας, επομένως –και εδώ απαντούμε ξεκάθαρα και εκ προοιμίου στα καχύποπτα μυαλά και στα κακά στόματα– δεν είναι με κανένα τρόπο η προσθήκη στον τοίχο της βιβλιοθήκης μας ενός κούφιου διπλώματος ή η κατάθεση στον τραπεζικό μας λογαριασμό ενός πενιχρού, ούτως ή άλλως, χρηματικού ποσού που συνοδεύει ένα κρατικό βραβείο, το οποίο χρησιμοποιείται, μάλιστα, και ως άλλοθι για την ανυπαρξία κρατικής στήριξης προς τους μαχόμενους, μακριά και έξω από κυκλώματα, Κύπριους λογοτέχνες. Αντίθετα, αυτό που θέτουμε αναφανδόν και επί τάπητος σε όλους τους αρμόδιους φορείς και κυρίως στον πνευματικό κόσμο του νησιού είναι ότι μετά την απλή και κοινή διαπίστωση ότι ο θεσμός των κρατικών βραβείων έχει παύσει πλέον να εξυπηρετεί το σκεπτικό δημιουργίας και ύπαρξής του, πρέπει, επιτέλους, να θέσουμε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων και με περίσκεψη και σοβαρότητα να συζητήσουμε τον εκσυγχρονισμό του. Πιο συγκεκριμένα, το σκεπτικό δημιουργίας και ύπαρξης του εν λόγω θεσμού ήταν και παραμένει, εξ όσων ταπεινά γνωρίζουμε, η ανάδειξη και η προβολή αφενός στην κυπριακή κοινωνία της τρέχουσας ανά έτος και άρτιας αισθητικά λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου, της επικρατέστερης, τουλάχιστον, και αφετέρου η ηθική και οικονομική στήριξη άξιων πνευματικών δημιουργών που συμβάλλουν στην πνευματική άνωση και η συνεπακόλουθη προβολή τους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;
Πώς πραγματικά εξυπηρετείται το πιο πάνω σκεπτικό, όταν εδώ και χρόνια οι κριτικές επιτροπές των λογοτεχνικών βραβείων (με ελάχιστες εξαιρέσεις) απαρτίζονται συνήθως από μέλη που α) είτε κρίνουν βασιζόμενοι στις προσωπικές τους σχέσεις και ακατανόητα κριτήρια, β) είτε αναλαμβάνουν να κρίνουν επ’ αμοιβή χωρίς στην ουσία να εκτιμούν την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή του τόπου ή να κατέχουν τη δέουσα θεωρητική εξάρτυση και στοιχειώδη γνώση των σύγχρονων λογοτεχνικών τάσεων διεθνώς ή χωρίς ακόμη να διαβάζουν το σύνολο των βιβλίων που καλούνται από το κράτος να κρίνουν, είτε γ) απαρτίζονται από Κύπριους λογοτέχνες προηγούμενων λογοτεχνικών γενεών, που αγκυλωμένοι στο κριτήριο της σφοδρής και εν πολλοίς βάσιμης ανησυχίας τους για την ανοδική αισθητικά πορεία της επόμενης λογοτεχνικής γενεάς τηρούν σκοπίμως σιγήν ιχθύος και καταδικάζουν αβίαστα εις την πυράν αξιόλογα λογοτεχνικά έργα;
Πώς πραγματικά εξυπηρετείται ο ίδιος ο θεσμός, όταν μια κριτική επιτροπή κρατικών βραβείων επιθέτει μια θεσμική βράβευση που, με την απρόσωπη σφραγίδα του κύρους και την υποτιθέμενη απόφανση του αντικειμενικού που μεταφέρει, αποπροσανατολίζει ουσιαστικά το αναγνωστικό κοινό και προβάλλει, εν τέλει, μια στρεβλωμένη εικόνα της ντόπιας παραγωγής είτε αναδεικνύοντας, από τη μια, ανάξια ή μέτριας στάθμης βιβλία, είτε απαξιώνοντας, παραδείγματος χάριν, από την άλλη, παντελώς τη λογοτεχνική παραγωγή ενός έτους;
Με ποια, τέλος πάντων, «λογοτεχνικά κριτήρια», σκοπίμως παραγνωρίζονται ή απαξιώνονται άξια λογοτεχνικά έργα, για τα οποία έχουν εκφραστεί θετικά σημαντικοί ποιητές, κριτικοί και πνευματικοί άνθρωποι σε αναγνωρισμένα λογοτεχνικά περιοδικά όχι μόνο της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και διεθνώς;
Τα πιο πάνω καυτά ερωτήματα παραμένουν εδώ και χρόνια ζωντανά και, ως εκ τούτου, συζητιούνται κάθε χρονιά σε λογοτεχνικούς κύκλους με εξέχον παράδειγμα, βέβαια, τον ποιητή Παντελή Μηχανικό, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι παρέδωσε στις επόμενες γενιές αυθεντικό και πρωτοποριακό έργο, παρέμεινε, ωστόσο, αβράβευτος.
Είναι προφανές, επομένως, και εδώ προτρέχουμε να απαντήσουμε σε τυχόν αμφισβητίες, ότι το ζήτημα ξεπερνά κατά πολύ την κοινή διαπίστωση ότι κάθε βραβείο προϋποθέτει αναπόφευκτα υποκειμενική κρίση, καθώς απονέμεται σε μη μετρήσιμες αντικειμενικώς αξίες, όπως είναι οι καλλιτεχνικές. Και προτρέχοντας πάλι να απαντήσουμε σε αυτούς που θα θελήσουν να αμαυρώσουν ή να διαστρεβλώσουν τις αγνές μας προθέσεις, δηλώνουμε εμφατικά και αμετάκλητα ότι από τούδε και στο εξής και μέχρι να αποκατασταθεί η ηθική και ορθή λειτουργία του θεσμού των κρατικών βραβείων δεν θα καταθέτουμε τα βιβλία μας στον κατάλογο των υπό κρίσιν έργων, γιατί δεν θεωρούμε ότι ο θεσμός λειτουργεί πάνω σε σωστές και ηθικές βάσεις.
Ελπίζουμε με τη δική μας μεμονωμένη αντίδραση να εκφράζου- με και άλλους πνευματικούς δημιουργούς του τόπου, τους οποίους και καλούμε να στρατευθούν μαζί μας. Μόνον έτσι θα δημιουργηθεί μια γόνιμη συζήτηση και θα βγούμε φωτεινοί από το λιμνάζον πνευματικό τούνελ».

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

"ΠΑΡΑΛΟΓΗ" ΤΟΥ Π.ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ:ΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΣΜΕΣ

Με τους ποιητές Μ.Παπαδόπουλο και Π.Νικολαίδη

“Σε αυτή τη σελίδα το χιόνι δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως το πρωί θα’ χει σκεπάσει όλο το ποίημα.”

Είμαι εδώ απόψε να μιλήσω για την “Παραλογή” του Παναγιώτη Νικολαιδη, αφού προηγουμένως έχω “δωροδοκηθεί” κατά καιρούς από μια σειρά εξαίσιων εδεσμάτων που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα επιδέξια χέρια του, καθώς και με μπουκάλια κρασιού όλων των χρωμάτων και των γεύσεων που έχει επιλέξει με την μοναδική αισθητική της γευσιγνωσίας του. Ο Παναγιώτης είναι ένας καταπληκτικός μάγειρας, ένας εκλεκτικός εραστής του οίνου αλλά και ένας φίλος. Παρ’ όλα αυτά δεν θα βρισκόμουν εδώ απόψε, και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει, αν ήταν να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός από ποίηση εμφαντική και ευφραντική. Θα ήταν ίσως λιγότερο καλός ποιητής ο Νικολαϊδης, αν δεν ήταν τόσο γενναιόδωρος ως άνθρωπος, αν δεν αγαπούσε τόσο τα μικρά του πάθη, για την γαστρονομία, το καλό κρασί, την καλή παρέα και άλλα, πιο πνευματώδη, όπως την εξαντλητική μελέτη του ποιητικού γίγνεσθαι, αν δεν γινόταν φίλος με τα πάθη του, αν δεν τα επεξεργαζόταν και δεν τα εξέλισσε και κυρίως, αν δεν τα κοινωνούσε. Υπάρχουν διαφόρων ειδών κατηγορίες ποιητών, στέκομαι όμως βασικά στις ακόλουθες δυο: Η πρώτη, η εσωστρεφής, δημιουργεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί αφενός η αυστηρή λιτότητα της δράσης, αφετέρου, ο πλεονασμός της εγκράτειας. Κάπου, κάπου αυτή η κατηγορία, πετυχαίνει μερικά καλά ποιήματα, ορισμένες φορές, μερικά σπουδαία ποιήματα, αλλά κατά κύριο λόγο, όσο το συγκεκριμένο είδος σταδιακά μαραζώνει και στερεύει, έχοντας λίγα να αντλήσει από τον εγκλεισμό και την μόνωση του, άλλο τόσο στερεύει και η ποίηση του ή γίνεται πιο σκοτεινή και ερεβώδης ενδεχομένως και πιο ομφαλοσκοπούσα. Η άλλη κατηγορία ποιητών είναι εκείνη που επιζητά και απορροφά τις χαρές της ζωής. Εκείνη που δημιουργεί ζωή και τροφοδοτείται από αυτήν. Μια τέτοια ποίηση στερεύει πιο δύσκολα και εν πάση περιπτώσει διακατέχεται από μια πραϋντική φωτεινότητα. Ο Παναγιώτης Νικολαϊδης κατατάσσεται κατά την άποψη μου στη δεύτερη κατηγορία, στους ποιητές εκείνους που η γεύση και το χρώμα της ζωής, διαποτίζουν και το έργο τους. Ο Νικολαϊδης γράφει κυρίως στην νεοελληνική όμως σε αντίθεση με τους πλείστους σύγχρονους Κύπριους ομότεχνους του, επιδιώκει και την κυπριακή διάλεκτο, είτε ως μοναδικό δομικό υλικό ενός αυτόνομου ποιήματος, είτε ως διάνθισμα ή ακόμα, συνεκτικό αρμό της ποιητικής αρχιτεκτονικής του. Και αυτή του η επιδίωξη που αποτελεί μια θαρραλέα επιλογή, τον δικαιώνει,προσφέροντας σταθερά προστιθέμενη αξία στην “Παραλογή” του, αφού πέραν του αισθητικού αποτελέσματος, αναδεικνύει τον πλούτο που εμπεριέχει ο ιδιότυπος γλωσσικός δυισμός ο οποίος την χαρακτηρίζει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γνωρίζοντας προσωπικά τον ποιητή, μπορώ να ισχυριστώ ότι μέσα στον Νικολαϊδη, συμβιώνει εν αρμονία, ο Ελληνας με τον Κύπριο. Πρόκειται δηλαδή για ένα πολιτισμικό εγώ που εξωτερικεύεται λογοτεχνικά ψάχνοντας ανάλογους τρόπους έκφρασης και επιχρίοντας γλωσσικά την ποίηση του. Είναι πραγματικά κάτι σπάνιο, σε μια εποχή εθνικής και πολιτισμικής σύγχυσης,να συναντά κανείς έναν τύπο, με συμφιλιωμένες μέσα του τις δυο ταυτότητες:Την ελληνική και την κυπριακή,σε τέτοιο βαθμό, που αυτή η σύζευξη να του επιτρέπει όχι απλώς να κινείται άνετα, αλλά και να τεχνοτροπεί, ανάμεσα σε μια απαιτητική γλώσσα και σε ένα δύστροπο ιδίωμα το οποίο γίνεται ακόμη πιο δύστροπο κατά την μεταφορά του στον γραπτό λόγο.

Παραλογή Α’ ......

Μες στον πόλεμον η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά μες στα αγκάλια της τζι εβούραν
Εν είσεν νερόν Αμαν τζι εγίνην το κακόν τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου τζι εγύρεψεν να με πιάσει
Εν τον εκατάλαβα
Εθώρουν λαλεί η μάνα μου μες στα μάθκιαν του τον φονιάν τζι έκλαια
 Κόμα θθυμούμαι ως την πέμπτη του δημοτικού
έππεφτα με την μάναν μου εξύπνουν λαλεί τζαι που τον φοόν
εν εκλείαν τα μμάθκια μου
Αμαν τζι έφυα να σπουδάσω
εκατάλαβα πόσον τυχερός εν ο κόσμος
που τζοιμάται τζαι ξυπνά χωρίς φόν.


Το κυπριακό ιδίωμα, χωρίς το ιδιοκατάληκτο γνώρισμα, αλλά κυρίως το απογυμνωμένο από το περιττό λίπος της επινόησης, βίωμα- η συγκινητική εξομολόγηση του τρεμάμενου από το φόβο του πολέμου, παιδιού-, όπως με τόση λυρική αφηγηματικότητα και απλότητα παρατίθεται από τον ποιητή, γίνεται θαρρείς νοητός δείκτης υπόμνησης που μας παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές κορυφαίων μας ποιητών όπως οι(Λιασίδης, Μιχαηλίδης κ.α.) . Ακόμη πιο εγγύτερο σε αυτόν το συνειρμό λόγω και της πιο παραδοσιακής μορφής του, είναι το ποίημα:

“Πάροδος η γλάστρα”
Κόμα τζι αν σε στολίσασιν με σχήμα τζαι με χρώμα
Κόμα τζι αν σε φυτέψασιν γλυκάνισον το γιόμαν
τζι εβάλαν σε να σαιρετάς τον ήλιο πα στο δώμαν
εσούνη πάντα πεθυμάς πάλε να γίνεις χώμα.

Ανάλογα αξιοπρόσεκτη επίδοση παρατηρείται και στα ποιήματα που είναι γραμμένα στη νεοελληνική , δείγμα του ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολυτεχνίτη του ποιητικού λόγου. Ενδεικτικό το ποίημα που σηματοδότησε το εναρκτήριο λάκτισμα αυτής της παρέμβασης. Το άηχο χιόνι που πέφτει πάνω στη σελίδα του ποιήματος, προσομοιάζει με την αγνότητα της δημιουργίας, τροφοδοτούμενης από τη γονιμότητα της συνεύρεσης με την ανεξερεύνητη ερωτική-υπαρξιακή θλίψη. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάτι που με έκανε να σταματήσω, να επικεντρωθώ και να επιστρέφω σε μέρη της “Παραλογής” είναι πρώτα απ’ όλα η αναβλύζουσα βιωματικότητα κάποιων ποιημάτων που κυρίως αφορούν την παιδική ηλικία. Αυτά είναι ίσως και οι θελκτικότεροι προορισμοί για κάθε επισκέπτη της συλλογής. Η “Παραλογή Α’” που ανέγνωσα προηγουμένως αποτελεί πειστικό δείγμα. Το ίδιο και η “Παραλογή Β”, το ίδιο και η “Παραλογή Γ”, η “Νιόβη” καθώς και μερικά άλλα. Σε αυτά τα ποιήματα, ο ποιητής καταφέρνει να τιθασεύει και να δαμάσει την ορμητικότητα της ποιητικής πνοής, να την πείσει να υποταχθεί στη δική του στόχευση με εργαλεία την οικονομία του λόγου, την καίρια αντίληψη πρόσθεσης και αφαίρεσης, την αυθεντικότητα της σύλληψης του υπό διαπραγμάτευση θέματος. Η προβολή και η συχνή επίκληση δυο γυναικείων μορφών, αυτών της μάνας και της γυναίκας-συντρόφου-συζύγου, ο ισορροπημένος χειρισμός και αλληλοσυσχετισμός της χρονικής, αριθμητικής και ποιοτικής δοσολογίας τους με τα ποιητικά ζητούμενα, εκπληρώνουν την ανάγκη του Νικολαϊδη,να εξορκίσει αφενός τις μνήμες-φαντάσματα της παιδικής ηλικίας, αφετέρου να εντάξει χωρίς απώλειες, φθορές αλλά και υπερβολές, τη σημασιολογική τους ύπαρξη στο σήμερα και το αύριο. Δύο γυναικείες μορφές καθαγιασμένες, αμόλυντες, φωτισμένες αλλά και στιβαρές, εκπροσωπούσες μια ολόκληρη οντολογία νοημάτων, ώστε να αντέξουν το βάρος της αδιάλειπτης παρουσίας τους,την ευθύνη που εναποθέτει σε αυτές ο ποιητής για το ότι υπάρχει και συνεχίζει. Μέσω τους, ο ποιητής, βλέπει και εκπέμπει την αγάπη, το φως, την ελπίδα.

 Παραλογή Δ’ στην Μαριάννα

Η αγάπη μας είναι ένα δέντρο
Γι’ αυτό κατεβαίνουν τα πουλιά από το ξέφωτο
και τα παιδιά τραγουδάνε ξυπόλητα τα μεσημέρια
Είν’ η αγάπη μας δέντρο
όταν η μέρα σπάζει σαν κλαδί
κι εμείς έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε
Η αγάπη μας είναι δέντρο
ραγίζει πριν γκρεμμιστεί
πατούμε γερά στο ένα κλαδί
προτού ραγίσουμε το άλλο.

Είναι βαθιά μου πεποίθηση πώς ένας κάπως ασφαλής τρόπος για να κρίνει κανείς μια ποιητική συλλογή είναι να προσμετρήσει τους εξής τρεις παράγοντες: -Ποιά ύψη διεκδικούν τα καλύτερα ποιήματα της; -Πόσο βαθιά σε χώμα λήθης πρέπει να θάψεις τα χειρότερα; -Προς τα πού δείχνει ο δείκτης ποιότητας των περισσότερων; Ο Νικολαϊδης χρησιμοποιώντας ή όχι το κυπριακό ιδίωμα και έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, πετυχαίνει σε αρκετά ποιήματα το ποθούμενο της κορύφωσης, με νοηματικό αναμεταδότη, άλλοτε το προσωπικό βίωμα, άλλοτε τον μύθο. Τα καλύτερα των επιτευγμάτων του θα τον συνοδεύσουν στις μελλοντικές αναμετρήσεις με τον χρόνο. Ελένη Στέκεται στην κουζινα Η βρύση τρέχει κι ό χρόνος τρέχει κι ίσως γι’αυτό βασιλιτζιά ψιντρή στο πεζούλι αποπειράται να μεταφράσει τον άνεμο Πίσω από τον ήχο η βρύση τρέχει κι ο χρόνος τρέχει Το ένα της μάτι δακρύζει το άλλο ορθάνοιχτο. Μια σειρά άλλων ποιημάτων συνιστούν ένα σημαντικό απόθεμα για τη συλλογή, ενώ οι ατυχείς δοκιμές υφίστανται αλλά είναι λίγες. Ομως ακόμα και αυτές, μέσα στο γενικότερο πνεύμα του βιβλίου, οριοθετούνται ως αναγκαίες ανεμόσκαλες, για να ανεβούν και να φωλιάσουν στους πρόποδες του ουρανού, όσα ποιήματα είναι προορισμένα για τέτοια ύψη. Εξάλλου, τι άλλο είναι η ποίηση από μια προσπάθεια μέσα από χιλιάδες ανεπιτυχείς απόπειρες να γράψεις πέντε ποιήματα που θα μείνουν; Η διαλεκτική της πλήρους επάρκειας με εκείνην της λιγότερης, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, διακλαδώνεται και δεν αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα, επειδή οι πυλώνες της ποίησης του Νικολαϊδη δεν είναι εύθραυστοι, αλλά ανυπέρβλητοι και αλύγιστοι σαν πλάτανοι.
 Κλείνω αναφέροντας μια σειρά από σκέψεις που επανέφερε στο μυαλό μου η ανάγνωση της “Παραλογής”:

 -Η τέχνη σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι τρομαχτική. Να σε κάνει να συνέρχεσαι από την πραγματικότητα Xρόνος, είναι η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, συγκλονισμένοι, απελπισμένοι, εκστασιασμένοι, επαναστατημένοι. Το υπόλοιπο διάστημα είναι ο δρόμος που σε κρατά μακριά από την κρισιμότητα της έξαψης.
 -Σε τι διαφέρει αυτός από τους άλλους; Οι ιδέες του φυτρώνουν
 -Ευλογημένοι όσοι διατηρούν την αυθεντικότητα τους. Ευλογημένοι όσοι διασώζουν τα καλύτερα εδάφη της ψυχής τους
 -H αοριστία και η γενίκευση είναι θανάσιμοι εχθροί της ποίησης
 -Είναι καλύτερα να διαβάσεις ένα σπουδαίο ποίημα 1000 φορές παρά 1000 ποιήματα που δεν θα θυμάσαι.
 -Ποίηση δεν είναι να περιγράψεις το βουνό, τη θάλασσα, το συναίσθημα, το πλήγωμα με ωραίες λέξεις, αλλά να πεις αυτό που είσαι εσύ μπροστά τους. Τότε θα αρχίσουν να έρχονται και οι λέξεις.

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

"ΚΟΥΜΠΩΜΕΝΑ ΣΧΗΜΑΤΑ": Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ

Μια σειρά συγκυριών είναι δυνατό να φέρει στο δρόμο μας ένα μικρό θαύμα ή μερικά μικρά θαύματα. Είναι κάτι που το πιθανότερο δεν θα συμβεί και δεν έχει συμβεί σε πολλούς. Οσοι όμως το έχουν βιώσει, αισθάνονται προνομιούχοι και ευλογημένοι.

Ηταν λοιπόν ευλογία για μένα όταν η Δέσποινα Πυρκεττή με ρώτησε μια μέρα: “Θέλεις να δεις αυτά τα ποιήματα”;

Ετσι στο δρόμο μου βρέθηκαν τα “Κουμπωμένα Σχήματα” και η ποίηση του Γιώργου Ταρδίου.

Εικόνες της παλιάς Κύπρου με τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων της ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου, μέσα από την γραφή ενός πραγματικού καλλιτέχνη, όπως τον αποκάλεσε ο Τεντ Χιουζ.

Τι περισσότερο λοιπόν μπορεί η δική μου ταπεινή φωνή να προσθέσει για την ποίηση του Ταρδίου όταν γι’ αυτήν έχει μιλήσει τόσο εγκωμιαστικά ένας εκ των σπουδαιότερων;

Ισως το μοναδικό που δεν θα μπορούσε να πει ένας εξέχων Αγγλος ποιητής επειδή είναι Αγγλος και όχι Κύπριος: ότι η ποίηση του Ταρδίου και τα “Κουμπωμένα Σχήματα” συγκεκριμένα, όπως αριστοτεχνικά μεταστεγάστηκε στην ελληνική, αποτελεί μια νοητή γέφυρα που ενώνει με πληρότητα, ποιητική και μεταφραστική, τις δυο λογοτεχνίες.

Στιγμιότυπο από τη χθεσινή παρουσίαση των "Κουμπεμένων Σχημάτων" στο
  Point Centre for Contemporary Art    στη Λευκωσία. Απεικονίζεται ο ποιητής Γιώργος Ταρδίος
Ο Ταρδίος έζησε σχεδόν ολόκληρη την όχι εύκολη ζωή του στην Αγγλία, όμως, παρέμεινε πιο Κύπριος και από τους Κύπριους. Προφανώς επειδή η μάνα του έκανε σπουδαία δουλειά στην καλλιέργεια αυτής της αγνής αγάπης προς τον τόπο, η μάνα του στην οποία είναι αφιερωμένη η συλλογή. Ο Ταρδίος μπορεί να γράφει στα αγγλικά, ωστόσο ο ψυχισμός του είναι γνήσια κυπριακός γιατί τα πιο ισχυρά του βιώματα, μετασταλαγμένα στην ψυχή του από τις συγκλονιστικές μητρικές αφηγήσεις, τον κράτησαν δεμένο με τον τόπο. Οι συχνές επισκέψεις του σε ολόκληρη σχεδόν την Κύπρο πότισαν τη νοσταλγία του για να μην ξεραθεί.

Ιδού όμως το παράδοξο. Ενώ το κυπριακό μοτίβο του Ταρδίου, με το κυπριακό βίωμα που μεταφέρει, αναγκαστικά εγκιβωτίζεται στην αγγλική -μια γλώσσα με τεράστια πολιτισμική χωρητικότητα, και νομίζεις ότι εκεί θα διασκορπιστεί, θα εξουθενωθεί και εν τέλει θα εξασθενήσει, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Το μοτίβο και το βίωμα αποδεικνύονται πιο πληθωρικά και ανθεκτικά για την χωρητικότητα της γλώσσας αυτής, η γλώσσα εν τέλει υποκλίνεται στη δύναμη τους.

Διαβάζοντας τα “Κουμπωμένα Σχήμααα” διαπιστώνει κανείς ότι ο ποιητής πετυχαίνει κάτι πρωτοφανές: να συναρμόσει ομαλά το ύφος μια γραφής σαφώς οριοθετημένης από την αισθητική της αγγλικής ποιητικής τεχνικής, με μια θεματική γνήσια κυπριακή .

Οι λέξεις στο ποιητικό σύμπαν που πλάθει ο Ταρδίος καθυποτάσσονται, αφοπλίζονται από τα δικά τους όπλα και οπλίζονται με τα όπλα της ποιητικής του για να πουν επακριβώς αυτό που θέλει εκείνος, όχι αυτό που θέλουν αυτές, ώστε να να αναδείξουν τη δική του οδύνη και όχι αυτήν την οποία ήταν προορισμένες να περιγράψουν.

Η ποίηση του Ταρδίου συνδυάζει επίσης δυο σπάνια και εκ πρώτοις όψεως συγκρουόμενα χαρακτηριστικά: τη μεγαλοπρέπεια και την ταπεινότητα. Την λάμψη της έμπνευσης και της μετουσίωσης σε ποιητικό πύκνωμα, αλλά και τη χαμηλοφωνία. Ο Ταρδίος είναι πανταχού παρών σε κάθε ποίημα, όμως για να τον βρεις πρέπει να ψάξεις. Το πρώτο πρόσωπο, ενώ φαινομενικά αποτελεί κυριαρχικό αναφορικό στοιχείο, στην πραγματικότητα είναι το «εγώ» ενός σχεδόν ντροπαλού και απίστευτα διακριτικού παρατηρητή των συμβάντων. Ο Ταρδίος στα “Κουμπωνένα Σχήματα” είναι η ποίησή του, οι στίχοι, οι ιστορίες που διηγείται, είναι το ψηφιδωτό της μνημονικής του ύπαρξης.

Πρόκειται για μια ποίηση που επικοινωνεί και αφυπνίζει και τις πέντε αισθήσεις αλλά και ακόμη μία που ακόμη δεν έχει επακριβώς ονομαστεί: Την αίσθηση της μνήμης. Στα ποιήματα των ‘Κουμπωμένων Σχημάτων”, η μνήμη μετατρέπεται σε ένζωο πίνακα, οι λέξεις μυρίζουν γιασεμί, η αφή των πραγμάτων ανασταίνεται, τα κύματα της θάλασσας της Κερύνειας παφλάζουν, τα ουρλιαχτά των σφαγμένων αντηχούν, το παραλήρημα των τρελών τρομάζει.

Η Κύπρος δεν θα μπορούσε να βρει διεισδυτικότερο πρεσβευτή του πολιτισμού της στην αγγλική γλώσσα από τον Ταρδίο.

Με τα “Κουμπωμένα Σχήματα”, αφενός η ίδια η αγγλική ποιητική γλώσσα διευρύνεται και πρέπει να επαίρεται για ένα τέτοιο υψηλή αισθητικής και πνοής έργο, αφετέρου, η ελληνική γλώσσα, ανασκιρτά και καλωσορίζει έναν μεγάλο ποιητή ο οποίος μετά από αντίξοο ταξίδι χρόνων, επιστρέφει στη γλώσσα του, κρατώντας έναν χαμένο θησαυρό, κτήμα του οποίου ελπίζω να γίνουν οι τωρινές και οι επόμενες γενιές.

Εγώ προσωπικά θα ήθελα να τον ευχαριστήσω βαθιά. Τα “Κουμπωμένα Σχήματα” μου ανανέωσαν την πίστη στην ποίηση. Ο Ταρδίος μου έδωσε ξανά ελπίδα.

Γιώργο Ταρδίε, νοσταλγικέ εξόριστε όπως ο ίδιος χαρακτήρισες τον εαυτό σου στη συνέντευξη που είχαμε το 2017 κάνει, καλωσόρισες στη γλώσσα σου.


Buttoned-up Shapes: The return of a “nostalgic exile”

by Yiorgos Christodoulides


A sequence of random events can bring unto our path a small miracle.

It is something highly unlikely to happen. But those who have experienced it, have every right to feel privileged and blessed.

It was, therefore, a blessing that Despina asked me one day “Would you take a look at these poems I’ve translated?”

And thus I was introduced to George Tardios’ ‘Buttoned-up Shapes”.

Images of an island of the times now gone, recounting tragic stories through the pen of a true artist – in the words of Ted Hughes.

What more can I add to descriptions of Tardios’ poetry when one of the greatest has spoken of it in words so ennobling?

Just one thing, perhaps, that a leading English poet could not have said, precisely because he is English and not Cypriot: that Tardios’ poetry and, in particular, “Buttoned-up Shapes”, skillfully rendered into the Greek language, crafts an imaginary bridge that, perhaps for the first time so adequately and seamlessly, joins together these two literary genres – poetics and translation.

Tardios has lived the largest part of a not-so-easy life in England; but he remained more Cypriot than most Cypriots. Evidently because his mother did a great job in cultivating his love of his ancestors’ land. The book is dedicated to her. Tardios may be writing in English, but his temperament is genuinely Cypriot as his most potent experiences, transfused into his soul through poignant maternal storytelling, have kept him bound to the island. His frequent visits across Cyprus have watered his nostalgy lest it dried out.
But here’s the paradox: whilst Tardios’ Cypriot pattern, and the Cypriot idiom contained within it, is necessarily interpolated in English – a language boasting immense multicultural capacity – having you think it will gradually dissipate, fade and finally recede, it is exactly the opposite that happens: the pattern and the idiom are proven larger than the capacity of the English language: and so the language bends to accommodate their poignancy.

Reading “Buttoned-up Shapes” one realizes that the poet achieves an unprecedented achievement: to smoothly interweave a writing technique that is clearly designated by the esthetics of English poetics with an authentically Cypriot thematic focus. Words submit to his poetry, disarmed of their own weapons and clad with the weapons of his own style in order to designate exactly what he wants: to bring out his own affliction and not the affliction they were initially meant to denote.

Tardios’ poetry also combines two rare and seemingly conflicting features: magnificence and humbleness. He is omnipresent in every poem, but to find him you need to delve into his poetry. The first person, whilst apparently a dominant referential pattern, is in reality the “ego” of an almost shy and incredibly discreet observer. Tardios in “Buttoned-up Shapes” is his poetry. The stories he relays are the mosaic of his mnemonic being.

This is poetry that awakens all five senses – plus one more: the sense of memory. In his poems, memory becomes embodied in a living painting, the words smell of jasmine, the texture of things ripples, the waves in the sea of Kyrenia roar, the howling of the slaughtered resonates, the delirium of the maddened becomes visceral shudder.

Cyprus could not have found a more pervasive ambassador of its culture in the English language than George Tardios.

With “Buttoned-up Shapes”, English poetry becomes expanded to proudly take in Cypriot themes and, at the same time, the Greek language humbly receives a great poet who, after an arduous journey of many years, now returns to his maternal language with a treasure that will hopefully be bequeathed to generations to come.

I would personally like to extend my deep gratitude to him. His poetry has renewed my faith in this art; it has given me hope.

George Tardios, nostalgic exile, as you described yourself in our interview, welcome to your mother tongue! 

 
  translated by Despina Pirketti